ἀντικαννεύω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀντικαννεύω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀντικαννεύω Πελοπν. (Μαν) -ΚΠασαγιάνν. Παραμύθ. 65

Ετυμολογία

Ἐκ τῆς προθ. ἀντὶ καὶ τοῦ ρ. καννεύω.

Σημασιολογία

᾿Ανταποδίδω καλὸν ἢ κακόν, ἀποζημιώνω ἢ ἀνταμείβω: Δὲν τὸ ’λπιζα . . . ν᾿ ἀντικαννέψῃς τὴν ἀγάπη μου μὲ κλεψίες (εἰς ἀνταμοιβὴν τῆς ἀγάπης μου νὰ μὲ κλέψῃς) ΚΠασαγιάνν ἔνθ’ ἀν. ᾿Αντικαννεύτηκε τὸ τάδε πρᾶμα (ἐπληρώθη ἡ ζημία του) Μάν.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/