ἀντικλείδι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀντικλείδι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀντικλείδι τό, ἀντικλείδιν Κύπρ. Πόντ.(Κερασ. Οἰν.) ἀντικλείδι κοιν. ἀdικλείδι πολλαχ. ἀντικλείδ’ Πόντ. (Ὄφ. Τραπ.) ἀντρικλείν Κύπρ. Ρόδ. ἀντικλεί᾽ Ρόδ. ἀdίκλειδο Θήρ. Κρήτ. Σύμ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ μεταγν. οὐσ. ἀντίκλεις ἢ ἐκ τῆς προθ. ἀντὶ καὶ τοῦ οὐσ. κλειδί. Ἡ λ. καὶ παρὰ Σομ.
Σημασιολογία
1) Ὁμοίωμα κλείθρου πρὸς δολίαν χρῆσιν, ἀντίκλειθρον κοιν. καὶ Πόντ. (Κερασ. Οἰν. Ὄφ.): Ἄνοιξε τὴν πόρτα-τὸ συρτάρι μὲ ἀντικλείδι. Θὰ μπῶ μ᾿ ἀντικλείδι κοιν. Ἔκανε ἀdικλείδι κιˬ ἄνοιξε τὴν πόρτα Βιθυν. Ἔβαλεν ἀντικλεί’ κ᾽ ἔννοιξε Ρόδ. ᾿Εποίτε ἀντικλείδ’ τ’ ἔνοιξε τὸ σαρπὶ (σαρπὶ=ξυλίνη ἀποθήκη δημητριακῶν μετέωρος ἐπὶ τεσσάρων στύλων στηριζομένη) Ὄφ. Ἔνοιξαν τὸ σεντούκ' μὲ ἕναν ἀντικλείδ’ Τραπ. || Φρ. Κάνω ἀdικλείδι (μεταχειρίζομαι ἄλλην κλεῖδα διὰ νὰ ἀνοίξω τι) Κεφαλλ. || ᾎσμ. Κόρη, κλειδὶ σ’ ἀγόρασα κιˬ ἀdίκλειδο σοῦ πῆρα, νὰ κλειδωθῇς, νὰ πετρωθῇς κιˬ ἄλλη κόρη θὰ πάρω Κρήτ. || Αἴνιγμ. Σιδερένιˬο τὸ κλειδί, | ξύλινο τ᾿ ἀντικλείδι, ὁ βεργάτης ἔφυγε | κιˬ ὁ κυνηγὸς πινίγη (ἡ κερκὶς τῆς ὁποίας κλειδὶ νοεῖται ὁ σιδηροῦς ἄξων τοῦ πηνίου ἀντικλείδι ὁ περιφερὴς σκελετός, βεργάτης τὸ σύνολον, ἡ κερκὶς αὐτή, καὶ κυνηγὸς τὸ ἐκτυλισσόμετον νῆμα) Πελοπν. (Λακεδ.) β) Μεταφ. τὸ πλάγιον μέσον διὰ τοῦ ὁποίου ἐπιτυγχάνει τις τὸν σκοπόν του Κεφαλλ.: Βρίσκω τὸ ἀdικλείδι (τὸν ἰσχύοντα παρά τινι καὶ ἐπιβαλλόμενον αὐτῷ). 2) Σπόνδυλός τις παρὰ τὸν τράχηλον, ἴσως ὁ ἐπιστροφεὺς 'Αθῆν. Κύπρ.: Τὸ βάρεσε τὸ βόδι ᾿ς τὸ ἀντικλείδι (νὰ φονευθῇ εὐκολώτερον) ᾿Αθῆν. Ἔπαθε τὸ ἀντικλείδιν του (ἐπὶ ἀνθρώπου κρατοῦντος τὴν κεφαλὴν λοξῶς) Κύπρ. ᾽Εκόπην τὸ ἀντρικλείν του αὐτόθ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA