ἀντικρύζω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀντικρύζω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀντικρύζω κοιν. καὶ Πόντ. (Κερασ. Οἰν. Σάντ. Τραπ.) ἀdικρύζω Θρᾴκ. (Σαρεκκλ.) Κρήτ. Μύκ. κ.ἀ. ἀντικρύζου Εὔβ. (Αὐλωνάρ. Κονίστρ. κ.ἀ.) Θρᾴκ. (᾿Αδριανούπ.) κ.ἀ. ἀdικρύζου Δαρδαν. Σκόπ. κ.ἀ. ἀγκικρύζου Τσακων. ἀdυκρῶ Α.Ρουμελ. (Φιλιππούπ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ἐπιρρ. ἀντικρύ.
Σημασιολογία
1) Μετβ. καὶ ἀμτβ. εἶμαι, εὑρίσκομαι ἀντικρύ τινος κοιν. καὶ Πόντ. (Κερασ.): Τὸ σπίτι μας ἀντικρύζει τὴ θάλασσα. Τὸ χωριˬό μας ἀντικρύζει τὸ βουνὸ ἢ ’ς τὸ βουνὸ κοιν. ᾽Αdικρυζόdαι ὁ ἥλιος μὲ τὸ φεgάρ’ Μύκ. || ᾎσμ. Τὰ μάτιˬα μου ’ς τὰ μάτιˬα σου ὅταν ἀντικρυθοῦνε, κάνουνε τρόπους δυνατοὺς νὰ μὴ φανερωθοῦνε Ἰων. (Σμύρν.) Συνών. ἀγναντίζω (Ι) 1. 2) Βλέπω τινὰ ἐκ τοῦ ἀντικρύ, ἀτενίζω, ἀντιμετωπίζω κοιν.: 'Απ' τὸ φόβο του δὲν ἀντικρίζει τὸν πατέρα του. Ἅμα τὸν ἀντίκρυσε, ἐκρύωσε ἀπὸ τὸ φόβο του κοιν. Κἄτι ἀντίκρυζε ἡ δεῖνα (κἄτι ἔβλεπε ἐμπρός της, κἄτι ἐλάμβανε εἰς τὰς χεῖρας• ὑπαινιγμὸς περὶ χρημάτων) Κίμωλ. 3) ᾿Ενεργ. καὶ μέσ. ἀντιλέγω, αὐθαδιάζω Θρᾴκ. (Σαρεκκλ. κ.ἀ.) Πόντ. (Κερασ. Οἰν. Σάντ. Τραπ.): Ἤντν λέγ’ ἀτον, πάντα ἀντικρύζ’ με (ἤντν=ὅ,τι) Τραπ. Τὸν ἀντικρύστηκε τὸ δάσκαλό του Σαρεκκλ. ᾽Ενῷ τὸν ἔλεγα αὐτά, χωρὶς νὰ ντροπιαστῇ μ᾽ ἀντικρύστηκε Θρᾴκ. 4) Συναντῶ σύνηθ.: Τὸν ἀντίκρυσα βγαίνοντας ἀπὸ τὸ σπίτι. ᾽Αντίκρυσα τὸν δεῖνα ᾿ς τὸ δρόμο ποῦ πήγαινα σύνηθ. Μιˬᾶ μέρα ἰκεῖ ποὺ πήινι ᾿ς τ᾽ ἀμπέλιˬα τοὺν ἀντικρύζ’ ἓνα τρανὸ τρανὸ φίδ’ ᾽Αδριανούπ. || ᾎσμ. Μιˬὰ μέρ’ ἀντικρυθήκαμε σὲ μιˬὰ μηλεˬὰ τοῦ κήπου, βγῆκ’ ἡ κυρὰ ’πὸ τὸ λουτρὸ κ’ ἐγὼ ἀπ᾿ τὸν μπαρπέρη Ἤπ. 5) Οἰκονομικῶς, ἐπιφέρω ἐξίσωσιν μεταξὺ δοῦναι καὶ λαβεῖν λόγ. σύνηθ.: ’Αντικρύζω τὰ ἔξοδὰ μου-τὰς ὑποχρεώσεις μου κττ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA