ἀντιλαλιˬὰ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀντιλαλιˬὰ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
ἀντιλαλιˬὰ ἡ, Ζάκ. Θρᾴκ. (Σηλυβρ.) Μακεδ. (Καστορ. Σισάν.) Ρόδ. ἀdιλαλιˬὰ Θήρ. Κρήτ. Σάμ. Σῦρ. ἀdιλαλέα Κύθηρ.
Χρονολόγηση
Μεσαιωνικό
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ μεσν. οὐσ. ἀντιλαλιὰ=ἀντιλογία.
Σημασιολογία
1) ᾿Αντιλάλημα 1, ὃ ἰδ., ἔνθ’ ἀν. Ἡ σημ. καὶ ἐν ᾿Ερωτοκρ. Δ 1661 (ἔκδ. ΣΞανθουδ.) «κ᾿ ἤτονε Χάρως ἡ λαλιά, ἡ ἀντιλαλιὰ ὅλον αἷμα». Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἀντιλάλημα 1 2) Ὁ ἦχος τῶν κωδώνων.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA