ἀντιλάμπισμα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀντιλάμπισμα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀντιλάμπισμα τό, ΓΒλαχογιάνν. Λόγοι καὶ ἀντίλογ. 100
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ρ. ἀντιλάμπω κατὰ τὰ ἐκ τῶν εἰς –ίζω ρ. παραγόμενα.
Σημασιολογία
Λάμψις, ἀκτινοβολία, μεταφ.: Κατατρομασμένη ματιˬά, χωρὶς κἀνένα λογισμοῦ ἀντιλάμπισμα μέσ᾿ ἀπὸ τὴ γυˬαλένιˬα ἰδεῖ της. Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἀντιλαμπὴ 1.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA