ἀντιλήβομαι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀντιλήβομαι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀντιλήβομαι σύνηθ. ἀdιλήβγομαι Θήρ. Κύθηρ. Ἀόρ ἀdιλήφτηκα Νάξ. (Γαλανᾶδ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ἀορ. ἀντιλήφτηκα < ἀντελήφθην τοῦ ἀρχ. ἀντιλαμβάνομαι.

Σημασιολογία

Ἀντιλαμβάνομαι, ἐννοῶ :Ἀντιλήβεται εὔκολα ὅ,τι τοῦ πῇς. Δὲν ἀντιλήβεται τὴ θέσι του σύνηθ. Ἀdιλήβγομαι τὸ καθετὶς Θήρ. Σὰν ἤκουσὲνε τσοὶ φωνές, ἀdιλήφτηκὲνε πῶς ἤτανε τῶν ἀθρώπω dου Γαλανᾶδ. Συνών. ἀγροικῶ 1, ἀναβάλλω 4, *ἀναγροικῶ, ἀνανοῶ 2, ἀνεμίζω (Ι) Α 8, καταλαβαίνω, νο͜ιώθω.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/