ἀντιλογίτικος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀντιλογίτικος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀντιλογίτικος ἐπίθ. ἀμάρτ. ἀdιλοΐτικος Θήρ. Νάξ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἐπιθ. ἀντίλογος καὶ τῆς παραγωγικῆς καταλ. -ίτικος.
Σημασιολογία
Ὁ ἀντιθέτου λογῆς, ἀπροσάρμοστος, ἀνόμοιος, ἐπὶ πραγμάτων ἀποτελούντων ζεῦγος: Αὐτὰ τὰ ᾽ποδήματα εἶναι ἀdιλοΐτικα (δηλονότι δύο δεξιὰ ἢ δύο ἀριστερὰ) Νάξ. Συνών. ἀλληλογίτικος, ἀντίλογος, ἀταίριˬαστος, ἄταιρος, δίλογος, μονόλογος, παράταιρος.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA