ἀντιμάχομαι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀντιμάχομαι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀντιμάχομαι Ἤπ. (Ζαγόρ. κ.ἀ.) Θρᾴκ. (Αἶν.) Κρήτ. Χίος (Νένητ.) κ.ἀ.

Χρονολόγηση

Αρχαίο

Ετυμολογία

Τὸ ἀρχ. ἀντιμάχομαι.

Σημασιολογία

Ἐναντιοῦμαι κατά τινος ἐχθρικῶς, ἐχθρεύομαι, μισῶ ἔνθ’ ἀν.: Μ’ ἀντιμάχιτι πουλὺ οὑ οὐχτρός μου κὶ δὲ μ᾽ ἀφί᾿ νὰ προυκόψου Ἤπ. (Ζαγόρ.) ᾿Εν ἠξέρω γιˬατί μοῦ ἀντιμάχεται Χίος Συνών. μάχομαι.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/