ἀντιμόνιο
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀντιμόνιο
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀντιμόνιο τό, λόγ. σύνηθ. ἀντιμόνι λόγ. σύνηθ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ λογ. οὐσ. ἀντιμόνιον
Σημασιολογία
Τὸ ἀμέταλλον στοιχεῖον τῆς χυμείας ἀντιμόνιον (antimonium, stibium), συστατικὸν τοῦ μείγματος, ἐξ οὗ κατασκευάζονται τὰ τυπογραφικὰ στοιχεῖα: Μὲ τάραξε - μ᾿ ἔφαγε τὸ ἀντιμονιο. Αὐτὸς εἶναι κίτρινος ἀπὸ τὸ ἀντιμόνιο. Τυπογράφος ἤτανε κιˬ ἀρρώστησε, γιˬατὶ τὸν πείραξε τὸ ἀντιμόνιο.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA