γναθὶ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γναθὶ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
γναθὶ τό, Πόντ (Ὄφ. Τραπ κ.ἀ.) γναθὶν Πόντ. (Ἀμισ. Ὄφ. Τραπ. κ.ἀ.) γναφὶ Πόντ. (Σινώπ. Χαλδ.) γναφὶν Πόντ. (Ἴμερ. Ἰνέπ. Κερασ. Λιβερ. Οἰν. Σινώπ. Τραπ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. γναθίον, τὸ ὁπ. ἐκ τοῦ ἀρχ. οὐσ. γνάθος. Διὰ τὸν τονισμὸν βλ. Γ. Χατζιδ., ΜΝΕ 1,398.
Σημασιολογία
1) Ἡ σιαγὼν Πόντ. (Ὄφ. Κερασ. Σινώπ. Τραπ. κ.ἀ.): Ἐντῶκα κ᾽ ἐξέγκα τὸ γναφίν ἀτ᾽ (ἐκτύπησα καὶ τοῦ ἔβγαλα τὴν σιαγόνα) Τραπ. Μάσα, μάσα μαστίκαν, τὰ γναφία μ᾽ ἐπονέσαν Πόντ. β) Ἡ περὶ τοὺς κροτάφους χώρα Πόντ. (Ἰνέπ.): Φρ. Ἀρροκάνωτα γναφία (ἐπὶ δυσμόρφου ἀνθρώπου). 2) Συνεκδ., τὸ πρόσωπον Πόντ. (Ἀμισ. Οἰν. Ὄφ. Σινώπ. Τραπ.): Ἐντῶκα τονα ἀπέσ᾽ ᾽ς σὰ γναθία κ᾽ αἱγμάτωσα τὰ δόντα τ᾽ Ὄφ. ᾽Εντῶκέ με ἀπέσ᾽ ᾽ς σὰ γναφία (μ᾽ ἐκτύπησε μέσα ᾽ς τὰ μοῦτρα) Τραπ. || Φρ. Νίψε τὰ γναφία σου (χλευαστικῶς ἐπὶ ἀτημελήτου) Οἰν.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA