γνάμμα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γνάμμα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
γνάμμα τό, Θρᾴκ. (Αἶν.) - Λεξ. Βάιγ. Βλαστ. 336 γνάμμαν Κύπρ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ρ. γνάφω. Ὁ τύπ. καὶ εἰς Γερμ. καὶ Σομ.
Σημασιολογία
Ἡ κατεργασία τῶν δερμάτων, ἡ βυρσοδέψησις ἔνθ᾽ ἀν.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA