γνάφαλλον
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γνάφαλλον
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
γνάφαλλον τό, Λεξ. Μ. Ἐγκυκλ. Ἐλευθερουδ. Πρω. Δημητρ. γνάφαλλου Ἤπ. (Τσαμαντ.) κνάφαλλον Λεξ. Μ. Ἐγκυκλ. Ἐλευθερουδ. Πρω. Δημητρ. γνέφαλλον Λεξ. Μ. Ἐγκυκλ. Ἐλευθερουδ. Πρω. Δημητρ. κνέφαλλον Λεξ. Μ. Ἐγκυκλ. Ἐλευθερουδ. Πρω. Δημητρ. Πληθ. ᾽ννάφεḍḍα Ἀπουλ.
Ετυμολογία
Τὸ ἀρχ. γνάφαλλον. Οἱ τύπ. κνάφαλλον καὶ κνέφαλλον ἐκ τῶν ἀρχ. κνάφαλλον καὶ κνέφαλλον.
Σημασιολογία
Τὰ ἀκατάλληλα πρὸς κλῶσιν ἀποκόμματα τῶν ἐρίων, τὰ χρησιμεύοντα πρὸς πλήρωσιν στρωμνῶν ἢ προσκεφαλαίων, κυρίως κατὰ πληθ., ἔνθ᾽ ἀν. Συνών. ἀρνόκουρο 1β, ἀρνοπόκι 2, κολοκουρίδι, κολόκουρο, κοντόμαλλο.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA