γναφαρέα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γναφαρέα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

γναφαρέα ἡ, Κάρπ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. γναφάρι καὶ τῆς παραγωγ. καταλ. -έα.

Σημασιολογία

Πηλίνη λεκάνη, ἐντὸς τῆς ὁποίας μαλακώνονται τὰ δέρματα πρὸς βυρσοδέψησιν. β) Λεκάνη, ἐντὸς τῆς ὁποίας βρέχεται ὁ διὰ τοὺς ἀροτῆρας βοῦς προοριζόμενος ὄροβος.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/