γναφτὸς
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γναφτὸς
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
γναφτὸς ἐπίθ. Θεσσ. (Καρδίτσ.) Κάρπ. Κάσ. Χίος (Ἐγρηγόρ. Καρδάμ. Πισπιλ. Φυτ.) - Λεξ. Βλαστ. Δημητρ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ρ. γνάφω . Ἡ λ. ὑπὸ τὸν τύπ. γναπτὸς καὶ εἰς Διὴγ. παιδιόφρ., στ. 640 (ἔκδ. Wagner, σ. 163).
Σημασιολογία
Συνήθ. κατ᾽ οὐδέτ. γένος, τὸ ὑποστὰν τὴν βυρσοδέψησιν, τὸ κατειργασμένον δέρμα, ἰδιαιτέρως τὸ προοριζόμενον διὰ καττύματα ἔνθ᾽ ἀν.: Νὰ πά᾽ νὰ πάρῃς λίγο γναφτὸ Χίος. Τὰ γεμενιˬὰ εἶ᾽ μὲ γναφτὲς προβιˬὲς Χίος (Φυτ.) Συνών. ἀργαστός, ἀντίθ. ἄγναφος.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA