γνέθουλα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γνέθουλα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
γνέθουλα ἡ, ἀμάρτ ν-νέσουλα Καλαβρ. (Μπόβ.) ν-νέ-σουḍ-ḍα Καλαβρ. (Γαλλ. Μπόβ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ρ. γνέθω, εἰς τὸ ὁπ. καὶ τύπ. ν-νέθω.
Σημασιολογία
Τὸ ζῷον Ἀράχνη ἡ κοινὴ (Araneus communis) τῆς οἰκογ. τῶν Ἀραχνιδῶν (Araneide) ἔνθ᾽ ἀν.: Συνών. ἀζαγιˬὰ 4, ἀνυφαντάκος, ἀνυφαντάρης 2, (εἰς λ. ἀνυφαντάρις 2), *ἀνυφάνταρος, ἀνυφαντὴς 2, πάγκος, σφαλάγγι, ρῶγα, ρωγαλίδα, ρωγαλῖνα.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA