γνέθω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γνέθω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
γνέθω σύνηθ. καὶ Πόντ. (Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.) γνέθου βόρ. ἰδιώμ. γνιˬέθου Θεσσ. (Ἀνατολ. Συκαμν.) Μακεδον. (Γήλοφ. Δασοχώρ. Κατάκαλ. Σταν. κ.ἀ.) γινέθου Α. Ρουμελ. (Καβακλ.) ᾽ινέθου Στερελλ. (Καρπεν.) γνήθω Κεφαλλ. νέθω πολλαχ. καὶ Καλαβρ. (Μπόβ.) Πόντ. (Νικόπ. Τραπ.) ν-νέθω Ἀπουλ. (Καλημ. Κοριλ. Μαρτ. Στερνατ.) Καλαβρ. (Βουν. Μπόβ. Χωρίο. Βουν.) νέθου βόρ. ὶδιώμ. γνέζω ᾽μα Τσακων. (Χαβουτσ.) νέζω ᾽μα Τσακων. (Βάτικ. Χαβουτσ.) ἀνέθω Ἄνδρ. Θήρ. Κύθν. Μέγαρ. Μῆλ. Μύκ. Σέριφ. νέσω Ἀγαθον. νέσουρ ἔνι Τσακων. (Μέλαν.) ἰνέσω Ἀπουλ. (Καλημ.) ἰν-νέτω Ἀπουλ. (Στερνατ.) ν-νέσω Ἀπουλ. (Κοριλ.) μνέσω Ἀπουλ. μνέτω Ἀπουλ. βνέσω Ἀπουλ. (Καλημ.) Παρατ. γνιˬοῦσα Κύπρ. Ἀόρ. ἔνεσα Πελοπν. (Βάλτ. Βερεστ. Βούτσ. Δίβρ. Γαργαλ. Κοντογόν. Μαργέλ. Μηλιώτ. Παιδεμέν. Ποταμ. κ.ἀ.) ἤνεσα Σκῦρ. ἔν-νεσα Ἀπουλ. Καλαβρ. (Βουν.) ἔιˬνεθα Καλαβρ. ἕνεκα Εὔβ. ἐνέκα Τσακων. Μέλαν.) νέκα Τσακων. (Βάτικ. Χαβουτσ.) Ὑποτακτ. νὰ νέου Τσακων. (Μέλαν.) Ἐνεργ. μετοχ. γνέθουνdα Καλαβρ. (Μπόβ.) νέθονdα Καλαβρ. (Χωρίο Βουν.) Παθητ. μετοχ. νεσμένος Εὔβ. (Ψάχν. κ.ἀ.) - Λεξ. Δημητρ. νισμένους Ἁλόνν. γνεμένος Ζάκ. - Λεξ. Δημητρ. γνˬισμένους πολλαχ. βορ. ἰδιωμ.
Ετυμολογία
Τὸ ἀρχ. νήθω Ὁ τύπ. νέθω ἐκ τῶν νέω καὶ νήθω κατὰ σύμφυρ. Βλ. Γ. Χατζιδ., ΜΝΕ 2,343.
Σημασιολογία
1) Νήθω, κλώθω. Ὡς ἀντικείμενον δέχεται ἢ τὴν πρὸς νῆσιν ὕλην, μαλλί, μπαμπάκι, καννάβι κ.τ.τ., ἢ τὸ διὰ τῆς νήσεως ἀποτελεσθέν, σκουλλί, ἀδράχτι κ.τ.τ., ἐνίοτε δὲ καὶ τὸ ὄργανον τῆς νήσεως, ρόκα, ἀδράχτι κοιν. καὶ Ἀπουλ. (Καλημ. Κοριλ. Μαρτ. Στερνατ.) Καλαβρ. (Βουν. Μπόβ. Χωρίο Βουν.) Πόντ. (Τραπ. Χαλδ.) Τσακων. (Βάτικ. Μέλαν. Χαβουτσ. κ.ἀ.): Γνέθω μαλλὶ - μπαμπάκι - λινάρι κοιν. Ἔγνεσα δυˬὸ-τρεῖς ρόκες μαλλὶ πολλαχ. Νὰ νέσουμε τὸ σπάρτο νὰ φκε͜ιάξουμε λητάρι (= σχοινὶ) Πελοπον. (Βούτσ.) Δὲν ἔχει τίποτ᾽ ἄλλο νὰ κάνῃ, οὕλο νέθει καὶ ροκιˬάζει Πελοπν. (Δίβρ.) Τὰ μαλλιˬὰ ἀπ᾽ χρειάζονται μέσ᾽ ᾽ς τοὺ σπίτ᾽, ἡ μαννοῦ τὰ νέθ᾽ (μαννοῦ = γιαγιὰ) Σκόπ. Ἀπ᾽ τὸ πρωὶ νέθου τσαὶ δὲν ἤνεσα οὔτ᾽ ἕνα ἀδράχτι, γιˬατὶ τὰ μαλλιˬὰ εἶναι μπασμένα (= συμπεπυκνωμένα) Σκῦρ. Αὐτὸ τοὺ μαλλὶ δὲ γνέθιτι Μακεδ. (Σισάν.) Νὰ νέσω τὴν τουλ᾽πίτσα μου καὶ νὰ τὴν ξενέσω Εὔβ. Γνέθει, γνέθει, ἔγνεσε ἕνα κουβαράκι Ἤπ. Γνέθω σὲ μιˬὰ ὥρα μˬιὰ τουλούπα μαλλιˬὰ Πελοπν. (Τριφυλ.) Οἱ σατέρε νιˬ ἐνέκαϊ τὰ ρόκα (οἱ κόρες ἕγνεσαν τὴ ρόκα) Τσακων. (Μέλαν.) Ἐνέκα σάμερε τὰ ἔα (ἕγνεσα σήμερα τὰ ἔρια) αὐτόθ. Ἔβγαινε ᾽ς τὸ προαύλιο, ᾽ς τὴν αὐλὴ καὶ καθότανε νὰ γνέσῃ Γ. Ἐπαχτ. εἰς Προπύλ., 1.229. || Παροιμ. φρ. Τὸ Σάββατο τὸ βράδυ μοῦ ᾽ρθε ὄρεξη νὰ γνέσω (εἰρων. ἐπὶ ὀκνηρῶν) Πελοπον. (Μεσσην.) Συνών. φρ. Πότε ᾽ὰ δ᾽λέψ᾽ ἡ καημένη; Τὸ Σάββάτο ποὺ σημαίνει. || Παροιμ. Πέντε μῆνες ἕν᾽ ἀδράχτι, | πότε τό ᾽νεσε ἡ πλατώνα; (πλατώνα = ἡ ἔχουσα πλατεῖς, εὐρεῖς ὤμους· ἐπὶ ὀκνηρῶν) Πελοπν. (Ἀρκαδ. κ.ἀ.) Νέθει νέθ᾽ ἡ παππαδιὰ | κιˬ ὁ παππᾶς ξεβράκωτος (ὁμοίως ἐπὶ ὀκνηρῶν) Πελοπν. (Βούτσ.) Γνέθει τὸ σκουλλὶ τὸ μῆνα, | τ᾽ ἀποκρόκυδο τὸ χρόνο (ὁμοίως ἐπὶ ὀκνηρῶν) Παξ. Ὄπο͜ια τὸ γαμπρὸ τὸν ξέρει, | γνέθει κιˬόλα χέρι-χέρι (ὁ διὰ τὴν ἀμοιβὴν ἢ τὴν ἐπιτυχίαν τοῦ ἔργου βέβαιος ἐργάζεται μετὰ πλείονος προθυμίας) Λεξ. Δημητρ. Ἄντρα, μοῦ ᾽ρθαν οἱ ἀξιˬάδες, | φέρ᾽ τὰ γένε͜ια σου νὰ γνέσω (ἐπὶ ὀκνηρῶν ἢ ἀνοήτων) Ἤπ. Νέθε, νέθε, ρόκα μου, | κατέβαζ᾽, ἀλακάτη μου! (ἐπὶ ὀκνηρᾶς γυναικὸς) Κύθηρ. Νέθε, νέθε, ρόκα μου, | στρίβε, στρίβ᾽, ἀδράχτι μου! (συνών. μὲ τὴν προηγουμ.) Πελοπν. (Κάμπος Λακων.) Ἡ καλὴ ἡ νέστρα καὶ μὲ κουτάλι νέθει (ὅτι ὁ ἐπιθυμῶν νὰ ἐργασθῇ εὐκόλως εὑρίσκει τὸν τρόπον) Κύθηρ. Ἡ καλὴ ᾽κουκυρὰ μὶ τοὺ πουδάρ᾽ γνέθ᾽ (συνών. μὲ τὴν προηγουμ.) Μακεδ. (Ἐράτυρ.) Γνέσι σύ, ρουκίτσα μ᾽, γνέσι, | πασκαλιά, γιουρτὴ δὲν ἔ᾽ς (πρὸς δήλωσιν συνεχοῦς ἐργασίας) Θεσσ. (Συκαμν.) Δὲ γνέθ᾽ τ᾽ γούνα τ᾽ς ἡ άλ᾽ποῦ (ἐπὶ ἀδιαφορίας) Στερελλ. (Ἀχυρ.) || ᾌσμ. Βλαχούλα-ν-ἐρροβόλαγε-ν-ἀπὸ ψηλὴ ραχούλα μὲ τὴ ροκούλα νέθοντα, τ᾽ ἀδράχτι της γιˬομᾶτο Πελοπν. (Ὀλυμπ.) Ἔχω κόρη κ᾽ ἔχω πίκρα, | ποὺ θὰ νέθω μέρα νύχτα, ἔχω γιˬὸ κ᾽ ἔχω χαρά, | ποὺ θὰ γένω πεθερὰ αὐτόθ. Πέρασ᾽ ἀπ᾽ τὴν πόρτα της | κ᾽ ἔνεθε τὴ ρόκα της κ᾽ εἶδα τὸ χεράκι της | πὄγνεθε τ᾽ ἀδράχτι της Πελοπν. (Μανιάκ.) Ἔγνεσ᾽ ἕνα κουβαράκι | ἴσιˬα μ᾽ ἕνα ρεβιθάκι Χίος Θέλεις ᾽ς τὴν κούνιˬα βάλι μι, θέλεις ᾽ς τὴ σαρμανίτσα κὶ μὶ τοὺ πόδι σ᾽ κούνα μι καὶ μὶ τὰ χέριˬα γνέθι Μακεδ. (Ἐράτυρ.) 2) Μετὰ χάριτος ᾂδω ἢ παίζω ὄργανον ἢ χορεύω Μακεδ. (Βλαστ.) β) Ἡ μετοχ. γνεσμένος, ὁ ἔχων συμμετρικὰ τὰ χαρακτηριστικὰ τοῦ προσώπου του, ὁ ὡραῖος Μακεδ. (Βλαστ.)
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA