βαθουλλαίνω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βαθουλλαίνω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
βαθουλλαίνω Ζάκ. Κρήτ. -ΑΠαπαδιαμ. Πασχαλ. διηγ. 92 βαθουλλαίνου Θρᾴκ. (Σουφλ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἐπιθ. βαθουλλός.
Σημασιολογία
1) κάμνω τι βαθὺ διὰ τῆς σκαφῆς, βαθύνω, κοιλαίνω Ζάκ. Κρήτ. Θρᾴκ. (Σουφλ.): Βαθουλλαίνου τοὺ ξύλου Σουφλ. 2) Ἀμτβ. σχηματίζω κοιλότητα ΑΠαπαδιαμ. ἔνθ' άν.: Βαθουλλαίνει ὁ τόπος.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA