γνεστήρι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γνεστήρι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
γνεστήρι τό, Λεξ. Ψύλλ. Βλαστ. 314.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ρ. γνέθω.
Σημασιολογία
1) Τὸ ὄργανον διὰ τοῦ ὁποίου γνέθουν, ἡ ἄτρακτος Λεξ. Ψύλλ. Συνών. ἀδράχτι. 2) Ἡ ἡλακάτη Λεξ. Βλαστ. Συνών. ρόκα.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA