γνεστὸς
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γνεστὸς
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
γνεστὸς ἐπίθ. Λεξ. Βλάχ. Πρω. Δημητρ. νεστὲ Τσὰκων. (Μελαν.) κ.ἀ. γνεφτὸς Λεξ. Βλαστ 314 Δημητρ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ρ. γνέθω.
Σημασιολογία
Ὁ διὰ νήσεως προελθών, παρασκευασθείς, ὁ γνεσμένος ἔνθ᾽ ἀν.: Ἔ᾽ ἔχα νεστὲ δύ᾽κοπανίε μπαμπάτσι (ἔχω γνεσμένο, ἔγνεσα δύο τολύπες μπαμπάκι) Μέλαν.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA