γνέστρι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γνέστρι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

γνέστρι τό, ἐνιαχ. γνέστρ᾽ Πόντ. (Τραπ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ρ. γνέθω.

Σημασιολογία

Σκαφίδιον ἢ πινάκιον ἐντὸς τοῦ ὁποίου ἡ νήθουσα στηρίζει τὴν ἄτρακτον καὶ στρέφει ταύτην κατὰ τὴν νῆσιν. Συνών. γνεστρόπουλο.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/