γνεφοκοπῶ

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γνεφοκοπῶ

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

γνεφοκοπῶ Χίος - Λεξ. Δημητρ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ρ. γνέφω καὶ τῆς παραγωγ. καταλ. -κοπῶ.

Σημασιολογία

Νεύω διαρκῶς, συνεχῶς διὰ τῆς κεφαλῆς, τῆς χειρὸς ἢ ἄλλως πως ἔνθ᾽ ἀν.: Κάθεται ᾽ς τὸ παράθυρο καὶ γνεφοκοπᾷ Χίος.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/