γνήσιος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γνήσιος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
γνήσιος ἐπίθ. λόγ. κοιν. καὶ Πόντ. (Ἀμισ. Κερασ. Οἰν.) ἐγνήσιˬος Πελοπν. (Κόκκιν. Μάν. Οἴτυλ. Παππούλ. Πυλ. Χατζ.) γνήσος Κρήτ. γνήος Πελοπν. (Βάλτ. Γαργαλ. Μαργέλ. Παιδεμέν. Ποταμ. κ.ἀ.) Πόντ. (Τραπ.) ἀγνέσ᾽ τό, Πόντ. (Νικόπ. Σάντ. Χαλδ. κ.ἀ.) ἀγνέσιν Πόντ. (Νικόπ. Κερασ.) ἀγνέον Πόντ. (Χαλδ.) κνήιˬος Κύπρ. - Δ. Λιπέρτ., Τζιυπρ. τραούδ., 45 κνήος Νάξ. (Ἀπύρανθ.) κνήσος Νάξ. (Ἀπόρανθ.) Πληθ. ἀγνέσ τά, Πόντ. (Νικόπ. Χαλδ.)
Ετυμολογία
Τὸ ἀρχ. ἐπίθ. γνήσιος. Ὁ τύπ. γνήσος ἤδη εἰς Φουρτουν. Α, στ. 313 (ἔκδ. Σ. Ξανθουδ.) Διὰ τὸν τύπ. ἀγνέσιν βλ. Α. Παπαδόπ., Γραμμ. Ποντ. διαλ., 143.
Σημασιολογία
1) Ἐπὶ τῶν τέκνων, τὸ διὰ νομίμου συζύγου τεχθέν, τὸ νόμιμον ἔνθ᾽ ἀν.: Γνήσια τέκνα λόγ. κοιν. Ὁ Βασίλακας δὲν ἤτανε γνήσιος τοῦ γέρου Μιχαλιˬό, ἀλλὰ ἀγοραστὸς Πελοπν. (Λάγ.) Γνήιˬον παιδὶν Κύπρ. || Ποίημ. Κνήιˬα παιδκιˬὰ τσ᾽ ἀγγόνιˬα σου, δισάγγονα παιδκιˬά σου Δ. Λιπέρτ., Τζιυπρ. τραούδ., 45. Ἀντίθ. ἀγοραστός, νόθος. 2) Ἐπὶ ἀδελφῶν, ὁ ὁμοπάτριος καὶ ὁμομήτριος Κύπρ. Πελοπν. (Μάν.) Πόντ. (Κερασ. Νικόπ. Οἰν. Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.): Εἴμαστιν ἀδέρφιˬα κνήσα Κύπρ. Ἔναι ἐγνήσιος καφὸς (= ἀδελφὸς) Μάν. Ἀγνέσ ἀδέλφ Χαλδ. 3) Πραγματικός, φυσικός, ἀληθινός, καθαρός, ἀμιγὴς ἔνθ᾽ ἀν.: Εἶναι γνήσιο μέλι Ὑμηττοῦ Ἀθῆν. κ.ἀ. Γνήσιο σαμιˬώτικο κρασί. Γνήσιο ἀγγλικὸ ὕφασμα αὐτόθ.᾽Εγνήσιος σπόρος (= ἀμιγὴς ξένων οὐσιῶν) Πελοπν. (Πυλ.) 4) Καρποφόρος, εὔφορος, ἐπὶ ἀγροῦ Πελοπν. (Μεσσην.): Γνήσιο ἀμπέλι. 5) Τὸ οὐδ. ὡς οὐσ., ἡ γνησιότης λόγ. σύνηθ.: Βεβαιοῦται τὸ γνήσιον τῆς ὑπογραφῆς. Ἡ λ. καὶ ὡς ἐπών. ὑπὸ τὸν τὐπ. Γνήσιος Ἀθῆν. Λέσβ. (Καλλον. Μυτιλήν.) Στερελλ. (Ραφήν.) κ.ἀ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA