γνωματεύω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γνωματεύω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
γνωματεύω λόγ. σύνηθ. γνωματεύγω Κρήτ.
Ετυμολογία
Τὸ ἀρχ. γνωματεύω.
Σημασιολογία
1) Ἐκφέρω, ἐκφράζω ἐγκύρως γνώμην ὡς εἰδικὸς λόγ. σύνηθ. Ἡ ἐπιτροπὴ ἐγνωμάτευσεν ὑπὲρ τῆς χορηγήσεως πλήρους ουντάξεως λόγ. σύνηθ. 2) Συμφωνῶ Κρήτ.: ᾎσμ. Καλὰ τὸ λέει ὁ σύdεκνος σὲ τοῦτο γνωματεύγω. Συνών. γνωματίζω.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA