γνωμιˬάρης
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γνωμιˬάρης
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
γνωμιˬάρης ἐπίθ. Βιθυν. Κάλυμν. Κύθηρ. Κωνπλ. Νίσυρ. Πάτμ. Σύμ. - Λεξ. Μ. Ἐγκυκλ. Πρω. Δημητρ. γνωμιˬάρ᾽ς Θρᾴκ. (Τσακίλ. κ.ἀ.) γνωμάρης Πόντ. (Ἰνέπ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. γνώμη καὶ τῆς παραγωγ. καταλ –ιˬάρης. Πβ. Μ. Φιλήντ., Γλωσσογν., 2.121.
Σημασιολογία
1) Ἰσχυρογνώμων, ἐπίμονος, πείσμων Κύθηρ. Πάτμ. Πόντ. (Ἰνέπ.) Σύμ - Λεξ. Δημητρ. 2) Ἰδιότροπος, δύστροπος Βιθυν. Κύθηρ. Κωνπλ. β) Εὐόργιστος, εὐέξαπτος, ὀξύθυμος Κάλυμν. Νίσυρ. - Λεξ. Μ. Ἐγκυκλ. Πρω. Δημητρ. γ) Καχύποπτος Πόντ. (Ἰνέπ.)
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA