γνωμικὰ

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γνωμικὰ

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίρρημα

Τυπολογία

γνωμικά ἐπίρρ. Κρήτ. - Γ. Βλαχογιάνν., Τὰ παλληκάρ., 75 - Λεξ. Βάιγ. Δημητρ. γνουμ᾽κὰ Θεσσ. Μακεδ. (Πεντάπ. κ.ἀ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ἐπιθ. γνωμικός. λ. καὶ εἰς Βλάχ. καὶ εἰς Σομ.

Σημασιολογία

1) Κατὰ γνώμην, διὰ γνωμικοῦ, ἀξιωματικῶς Γ. Βλαχογιάνν., ἔνθ᾽ ἀν. - Λεξ. Βάιγ. Δημητρ.: Ὁ λύκος γιˬὰ νὰ κάνῃ τὴ δουλε͜ιά του, θέλει καὶ τὸ τομάρι του, εἶπε ὁ γέρος γνωμικὰ Γ. Βλαχογιάνν., ἔνθ᾽ ἀν Ἡ συμ. καὶ εἰς Βλάχ. καὶ Σομ. 2) Μὲ σύνεσιν, συνετῶς Θεσσ. Μακεδ. (Πεντάπολ.): Λέει γνουμ᾽κὰ κιˬ οὐρθουστέκ᾽τι πάνου ψ᾽λός Θεσσ. Δὲν κουβεντιˬάζ᾽ς γνουμ᾽κὰ Πεντάπολ. 3) Πρὸς χάριν, χαριστικῶς Κρήτ.: Τὸ δικαστήριο δικάζει γνωμικά καὶ ὄχι νομικὰ (οὐχὶ κατὰ τὸν νόμον, ἀλλὰ χαριζόμενον).

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/