γνωμιῶ

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γνωμιῶ

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

γνωμιˬῶ Πόντ. (Οἰν.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. γνώμη.

Σημασιολογία

Ἀποκτῶ, σχηματίζω ἰδίαν γνώμην. Πβ. γνωματεύω, γνωματίζω, γνωμιάζω 1, γνωμίζω 1.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/