γνωμοδοτῶ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γνωμοδοτῶ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
γνωμοδοτῶ λόγ. σύνηθ.
Ετυμολογία
Τὸ Βυζαντ. γνωμοδοτῶ.
Σημασιολογία
Παρέχω γνώμην ἐπὶ ζητήματος τῆς ἁρμοδιότητός μου: Τὸ νομικὸ συμβούλιο γνωμοδοτεῖ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA