γνώμονας

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γνώμονας

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

γνώμονας ὁ, λόγ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ἀρχ. γνώμων.

Σημασιολογία

1) Ὄργανον πρὸς χάραξιν ὀρθῶν γωνιῶν καὶ καθέτων γραμμῶν λόγ. β) Γενικῶς ὄργανα πρὸς μέτρησιν γωνιῶν, διαστάσεων λόγ.: Χωρομετρικὸς γνώμονας. 2) Ὡς μουσικὸς ὅρος, τὸ εἰς τὴν ἀρχὴν τοῦ πενταγράμμου τιθέμενον σημεῖον πρὸς δήλωσιν ὡρισμένου φθόγγου λόγ. 3) Μεταφ., μέτρον, κανὼν λόγ. σύνηθ.: Κρίνει μὲ γνώμονα πάντοτε τὸ συμφέρον του.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/