γνώρητα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γνώρητα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

γνώρητα ἡ, Ἐρεικ. Παξ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. γνώρα, ὡς ἔχθρα - ἔχθρητα, μανία - μάνητα κ.τ.ὄ.

Σημασιολογία

Ἡ μετά τινος γνωριμία, αἱ σχέσεις ἔνθ᾽ ἀν.: Ἐδῶ ᾽ς τὴ Ρούκ᾽σσα ἔχομ᾽ ὅλοι γνώρητα Ἐρεικ. Μὰ ἐμεῖς ἐξεμακρύναμε ἀπὸ τὴ γνώρητά μας καὶ δὲ γνωριζόμαστε Παξ. Συνών. γνώρα 1, γνωριμία 1.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/