γνώριμος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γνώριμος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

γνώριμος ἐπίθ. κοιν. καὶ Πόντ. (Ἀργυρόπ. Οἰν.) ἀγνώριμος Κύπρ. ἐγνώριμος Πόντ. (Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.) γνώριμο Τσακων. (Χαβουτσ.) ἀγνώριμος Κύπρ. - Δ. Λιπέρτ., Τζιυπρ. Τραούδ., 3,117 γρώνιμος Κύπρ. ἀγρώνιμος Κύπρ. ἐγρώνιμος Πόντ. χρώνιμος Κύπρ. ἀχρώνιμος Κύπρ. Θηλ. γνωριμέσσα Πόντ. (Ἀργυρόπ.)

Ετυμολογία

Τὸ ἀρχ. ἐπίθ. γνώριμος. Ὀ τύπ. ἐγνώριμος καὶ Βυζαντ. Πβ. Χρον. Μορ. Η, στ. 3992 (ἔκδ. J. Schmitt) «ὅλοι εἴμεθεν ἐγνώριμοι καὶ μιᾶς οὐσίας ἀνθρῶποι». Διὰ τὸν σχηματ. τοῦ τύπ. τούτου βλ. Γ. Χατζιδ., ΜΝΕ 1,232.

Σημασιολογία

1) Ὁ γνωστός, οἰκεῖος, ὁ συνδεόμενος μετ᾽ ἄλλου διὰ γνωριμίας λόγ. σύνηθ. καὶ δημῶδ. Πόντ. (Ἀργυρόπ. Οἰν. Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.) Τσακων. (Χαβουτσ.): Γνώριμος τόπος. Αὐτὸς τοῦ εἶναι γνώριμος. Πάντα ἔχει - βρίσκει κάποιον γνώριμο σύνηθ. Ἀτὸς σὰν γνώριμον πρόσωπον μο͜ιάζει Οἰν. Ἤτανε γνώριμος ὁ τσυνηγὸς Σῦρ. Ὁ πλαϊνέ τ᾽ εἶ γνώριμο (ὁ πλαϊνός σου εἶναι γνωστὸς) Χαβουτσ. || ᾌσμ. Ἂν μ᾽ ἀρνηθῇς, νὰ μὴ dὸ πῇς τὸ πὼς μὲ ἀγαποῦσες, μόνο πὼς ἥμου γνώριμος, μὲ θάρρος μοῦ μιλοῦσες Κρήτ. Ἀπόψε θέλω νὰ χαρῶ, ποὺ ᾽ν᾽ ὁ σεβdᾶς δικός μου, ἔχω κὶ νύφη γνώριμη, γαbρὸς εἶναι δικός μου Ψαρ. || Ποιήμ. Οἱ λὰς τσεῖνοι πὄν᾽ νούσιμοι κάθουνται νεπαμένα, μὲ φίλους τσαὶ μ᾽ ἀγνώριμους πάντα καλὰ περνοῦσιν (λὰς = λαός, νούσιμοι = νουνεχεῖς) Δ. Λιπέρτ., Τζιυπρ. τραούδ., 3,117 Ἄκουε ὁ πρωτομάστορας τραγούδι γνώριμό του Κ. Κρυστάλλ., Ἔργα, 2,26. 2) Ὁ καταληπτός, ὁ δυνάμενος νὰ γνωσθῇ Λεξ. Δημητρ.: Γνώριμα ἤθη - λόγιˬα. 3) Ὁ σαφής, φανερὸς Λεξ. Μ. Ἐγκυκλ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/