γνώρισμα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γνώρισμα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

γνώρισμα τό, λόγ. κοιν. καὶ δημῶδ. γνώρ᾽σμα Στερελλ. (Αἰτώλ. κ.ἀ.) γνώρισμαν Πόντ. (Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.) ἐγνώρισμαν Πόντ. (Τραπ. Χαλδ.) γρώνισμα Κῶς (Καρδάμ.) γνώριμα Κρήτ. γνούρ᾽σμα Στερελλ. (Ἀράχ.)

Σημασιολογία

1) Τὸ νὰ γνωρίζῃ τις, ἡ ἔννοια τοῦ γνωρίζειν Κρήτ. Πόντ. (Τραπ. κ.ἀ.) Στερελλ. (Αἰτωλ.): ᾎσμ. Τὰ βάσανα ποὺ μοῦ ᾽δωκες ἐφθεῖραν τὸ κορμί μου καὶ γνώριμα δὲν ἔχει bλιˬὸ ᾽ς τὸν κόσμο ἡ ζωή μου Κρήτ. 2) Σημεῖον ὑλικὸν ἢ ἠθικὸν ἀναγνωρίσεως, ἰδιαίτερον χαρακτηριστικὸν γνώρισμα λόγ. κοιν. καὶ Πόντ. (Τραπ. Χαλδ.) - Ζ. Παπαντ., Ἅγ. Ὄρ., 119: Εἶναι καὶ ἡ σιωπὴ γνώρισμα τοῦ ἁγιˬορείτη Ζ. Παπαντ., ἔνθ᾽ ἀν. 3) Εἰς τὸν πληθ., ἡ μετὰ τὴν συμφωνίαν περὶ τοῦ συνοικεσίου ἢ τοῦ ἀρραβῶνος τελετή, κατὰ τὴν ὁποίαν γίνεται ἡ ἐπίσημος γνωριμία τῆς νύμφης καὶ ἀνταλλάσσονται, εἰς τὴν οἰκίαν τῶν γονέων της, δῶρα μεταξὺ τῶν προσκεκλημένων καὶ τῆς νύμφης Κέρκ. Πελοπν. (Ἄργ. Συκέα Λακων.) Στερελλ. (Ἀράχ.): Ἔχ᾽νι τὰ γνουρίσματα σήμιρα Ἀράχ. Συνών. μπασίματα, μπάσματα, μπουκαρίσματα, τελειώματα, τρέ. 4) Εἰς τὸν πληθ., ναυτικὰ σημεῖα ὁρώμενα ἀπὸ θαλάσσης καὶ διευκολύνοντα τὸν πλοῦν κατὰ τὴν ἡμέραν Λεξ. Δημητρ. Συνών. σημάδια, σημαδοῦρες.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/