γνωριστὸς
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γνωριστὸς
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
γνωριστὸς ἐπίθ. Κρήτ. κ.ἀ. - Λεξ. Δημητρ. ἐγνωριστὸς Κάρπ. Κάσ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ρ. γνωρίζω. Ἡ λ. καὶ εἰς Ἐρωτόκρ. Ε 649 (ἔκδ. Σ. Ξανθουδ.)
Σημασιολογία
Ὁ εὐκόλως ἀναγνωριζόμενος ἔνθ᾽ ἀν.: Παροιμ. Ἐγνωριστή ᾽σ᾽, ἀάπη μου, ἀποὺ τὸ τυροξύστη (ἐπὶ τῶν ἀπὸ μικροῦ τινος ἐλαττώματος εὐκόλως προδιδόντων τὴν κακήν των διαγωγὴν) Κάρπ. || ᾎσμ. Τὸ ζάλο σου ᾽ναι γνωριστὸ κιˬ ἄdρας μου τὸ γνωρίζει (ζάλο = βῆμα) Κρήτ. Ἡ σημ. καὶ εἰς Ἐρωτόκρ., ἔνθ᾽ ἀν. «Ἐτοῦτος εἶναι γνωριστὸς ᾽ς τό ᾽να κ᾽ εἰς τ᾽ ἄλλο πλάι, καιρὸς εἶναι ποὺ τό ᾽χασα, καὶ νὰ σοῦ πῶ πῶς πάει».
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA