γνώση
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γνώση
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
γνώση ἡ, κοιν. καὶ Πόντ. (Κερ. Οἰν.) Τσακων. (Μέλαν. κ.ἀ.) γνώσ᾽ βόρ. ἰδιώμ. καὶ Πόντ. (Σαντ. Τραπ. Χαλδ.) γνώ᾽ Εὔβ. (Λιχὰς) Ἤπ. (Ζαγόρ.) Θρᾴκ. (Αἶν.) Λέσβ. Μακεδ. (Δρυμ. Σισάν.) Στερελλ. (Αἰτωλ. Ἀχυρ. Φθιῶτ.) νώση Κύπρ. Πληθ. γνώσ τά, Πόντ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἀρχ. οὐσ. γνῶσις. Διὰ τὸν πληθ. γνώσ βλ. Γ. Χατζιδ., ΜΝΕ 1,401 καὶ 2,70. Ὁ τύπ. νῶσις καὶ Βυζαντ. Πβ. Μαχαιρ. 1,640 (ἔκδ. R. Dawkins) «πολομῶ σου νῶσιν, ὅτι μετὰ ἀληθείας ἐγροίκησα τὸ πὼς ὁ σουλτάνος εἶναι πολλὰ ἀνγγρισμένος μετὰ σου».
Σημασιολογία
1) Τὸ γνωρίζειν, τὸ γιγνώσκειν, ἡ γνωριμία τῶν πραγμάτων Ἀμοργ. Ἤπ. (Νεγᾶδ. κ.ἀ.) Μακεδ. (Ἐράτυρ.) Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Ὀθων. Στερελλ. (Αἰτωλ) κ.ἀ. - Ι Ζερβ., Τραγ. καλ. καιροῦ, 32.2 - Λεξ. Μ. Ἐγκυκλ. Ἐλευθερουδ. Δημητρ.: Μικρὰ ἠμάστενε ἀμάθητα, δίχως γνώση Ὀθων. Λαμβάνω γνῶσιν (= ἐνημεροῦμαι, πληροφοροῦμαι) λόγ. κοιν. Φέρω εἰς γνῶσιν (= πληροφορῶ, καθιστῶ γνωστὸν) λόγ. κοιν. || Φρ. Ἔχουσι γνῶσιν οἱ φύλακες (πρὸς τοὺς παρέχοντας περιττὰς συμβουλάς. Ἡ φρ. ἀπὸ τροπάριον τῆς ἀκολουθίας τοῦ ὄρθρου) λόγ. σύνηθ. || Ἂν δὲν καῇ ἄνθρωπους, γνώσ᾽ δὲ μαθαί᾽ Αἰτωλ. || Ποίημ. Ἅρπαξες πλούτιˬα ἀπ᾽ ὅσα κρατεῖ ἡ γνώση κρυμμένα Ι. Ζερβ., ἔνθ᾽ ἀν. 2) Φρόνησις σύνεσις, εὐβουλία κοιν. καὶ Πόντ. (Οἰν. Τραπ. Χαλδ κ.ἀ.) Τσακων. (Μέλαν. Χαβουτσ.): Ὅπο͜ιος δὲν ἔχει γνώση, αὐτὰ παθαίνει. Χρειάζεται γνώση γι αὐτὰ τὰ πράγματα. Ἄνθρωπος μὲ γνώση κοιν. Γνῶσην νὰ εἶχες, ἀίτικα δουλείας ᾽κ᾽ ἐποῖκες Πόντ. Νὰ λελέβω τὰ γνώσας ἰ-σ᾽ (= νὰ χαρῶ τὴν γνῶσιν σου) αὐτόθ. Ἐσὺ ᾽κ᾽ ἔεις γνώσ᾽ Τραπ. β) Μετὰ τῶν ρ. βάνω καὶ μαθαίνω μεταβ. καὶ ἀμτβ., σωφρονίζω, σωφρονίζομαι κοιν. καὶ Τσακων. (Μέλαν.): Ὅσα κιˬ ἂν ἔπαθε, γνῶσιν δὲν ἔβαλε. Θὰ σοῦ δώσω ἕνα γερὸ ξύλο, γιˬὰ νὰ βάλῃς γνώση κοιν. Τώρα ποὺ θὰ γυρίσης, θὰ σοῦ βάλω γνώση σύνηθ. Βάλ᾽ γνώσ᾽ ᾽ς τοὺ κιφά᾽ Μακεδ. (Σισάν.) Ὄ θὰ βάλῃ γνώση ἔγκει᾽ τὸ καμπζὶ (δὲν θὰ συνετισθῇ αὐτὸ τὸ παιδὶ) Μέλαν. || Φρ. Ἡ ἄκρια τσῆ γνώσης (τὸ ἄκρον ἄωτον τῆς συνέσεως) Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Ἡ γνώση τῶν γνωσῶν (συνών. μὲ τὴν προηγουμ.) αὐτόθ. Κουντὴ γνώσ᾽ (= ὀλίγη φρόνησις) Θρᾴκ. (Ἀδριανούπ.) Τῆς γνώσ᾽ς τὸ δόντ᾽ (ὁ σωφρονιστὴρ ὀδοὺς) Τῆν. Συνών. ὁ φρονιμίτης. Καλὴ γνώση (εὐχὴ πρὸς νέους) κοιν. Κά᾽ γνώση (= καλὴ γνώση· ὁμοίως) Μέλαν. Κοντὰ ᾽ς τὴ γνώση (ἐπὶ βεβαιώσεως λεγομένων ἢ ἐπὶ εὐνοήτου, αὐτονοήτου) κοιν. Κοντὰ᾽ ς τὸ νοῦ κ᾽ ἡ γνώση (συνών. μὲ τὴν προηγουμ.) κοιν. Πο͜ιός ἔχασε τὴ γνώση, νὰ τὴν εὕρῃς ἐσύ; (εἰρων. πρὸς ἀνόητον) κοιν. Πο͜ιός ἔχασεν τὴ γνώσ᾽, νὰ εὑρίῃς ἀτο; (ὁμοίως) Τραπ. Τὸν βαραίνει ἡ γνώση (εἰρων. ἐπὶ ἀνοήτου) κοιν. ᾽, ἔ᾽ βαραίνα ἁ γνώση (= τὸν βαραίνει ἡ γνώση· ὁμοίως ἐπὶ ἀνοήτου) Μέλαν. Καὶ τὰ νύχιˬα τ᾽ ἔχ᾽νε γνώσ᾽ (ἐπὶ λίαν συνετοῦ) Θρᾴκ. (Μυριόφ.) Νὰ πουλε͜ιούντονε ἡ γνώση, | ν᾽ ἀγοράζαμεν καμπόση πολλαχ. Νά ᾽τανι ᾽ὰ πουλε͜ιέτι ἡ γνώ ᾽ς τοὺ ταρσί, θέλανι ν᾽ ἀγουράσ᾽ν οὕ᾽ οἱ παλαβοὶ (συνών. μὲ τὴν προηγουμ.) Λέσβ. || Νά ᾽χα γνώση, νὰ σοῦ ᾽δινα καbόση (ἐπὶ μετριόφρονος) Θήρ. Ἡ γνώση νὰ ἔτουν μὲ τὰ παρᾶδες, ὅλ᾽ ἐγόραζαν (περὶ ἀνοήτου εἰρων) Πόντ. Ἔπαθι κὶ πά᾽ γνώσ᾽ δὲν ἔμαθι (ἐπὶ άδιορθώτου) Μακεδ. (Κοζ.) Ψαρὰ μαλλιˬὰ τσαὶ λίγη γνώση (συνών. μὲ τὴν προηγουμ.) Κρήτ. (Ἅγιος Γεώργ.) Γλῶσσα παπούτσ᾽ κὶ γνώσ᾽ κουκούτσ᾽ (ἐπὶ προπετῶν καὶ ἀνοήτων) Θρᾴκ. (Ἀμόρ.) Μονὴ ἡ γνώση, διπλὸς ὁ κόπος (ἐπὶ τῶν νουνεχῶν ἀλλ᾽ ἀπραγμόνων) Ἤπ. (Παραμυθ.) Ἀλλοῦ πουλοῦν τὰ γράμματα κιˬ ἀλλοῦ πουλε͜͜ιέτ᾽ ἡ γνώση (ἐπὶ τῶν ἐχόντων γραμματικὴν μόρφωσιν ἀλλ᾽ ἀσυνέτων) Ἀμοργ. Τὸ ἔχει χωρὶς γνώση | τύφλα του ποὺ τό ᾽σει (ὅτι ἡ οἰκονομικὴ εὐμάρεια ἄνευ φρονήσεως τοῦ ἔχοντος εἶναι εἰς αὐτὸν ἐπιζήμιος) αὐτόθ. Τὴν εὐκή σου δός μου καὶ τὴ γνώση σου φύλα την γιˬὰ τὰ παιδιˬά σου Πελοπν. (Ἀχαΐα). ᾽Ο Θεὸν ὅνταν ἐδοῦνεν τὴ γνώσ᾽, ἐσὺ κούπα ἐκείσουν (ὅταν ἔδιδε ὁ Θεὸς τη γνώση, ἐσύ ήσουν πεσμένος προύμυτα) Πόντ. (Τραπ. κ.ἀ.) Ἡ ᾽ναῖκα ἔ᾽ πουλλὰ μαλλιˬὰ κὶ λί᾽ γνώσ᾽ Στερελλ. (Αἰτωλ.) Σαρανταπέντε Γιˬάννηδες ἑνὸς κοκόρου γνώση (ἐπὶ τῆς θρυλουμένης εὐηθείας τῶν φερόντων τὸ ὄνομα Γιˬάννης, ἡ ὁποία προῆλθεν ἐκ τοῦ γεγονότος ὅτι μεταξὺ τοῦ συνόλου τῶν διανοητικῶς καθυστερημένων αὐτοὶ οἱ ὁποῖοι φέρουν τὸ ὄνομα τοῦτο ὑπερτεροῦν ἀριθμητικῶς πρὸς τοὺς ἄλλους ποὺ φέρουν τὰ λοιπὰ ὀνόματα) κοιν. Δὲν ἔχει κοκόρου γνώση (εἶναι εὐήθης) Πελοπν. (Πάτρ.) κ.ἀ. Ὕστιρα τοῦ ᾽ρχεται τοῦ Ρωμιˬοῦ ἡ γνώσ᾽ Ἤπ. (Κόνιτσ.) Δὲν ἔχει γνώση μή ᾽ς τὴν ἀρίδα ἢ μήτε ᾽ς τὴν ἀφτέρνα (ἐπὶ ἐντελῶς ἀσυνέτου) Πελοπν. (Δημητσάν.) Παροιμ. φρ. Ἐγερασε, καὶ γνώση δὲν ἔβαλε (ἐπὶ τοῦ παρὰ τὴν πεῖραν τῆς ζωῆς παραμένοντος ἀμετανοήτου) κοιν. Ἐγέράτ᾽ε, τσαὶ γνώση ὄ βάητ᾽σε (ὁμοίως) Μέλαν. Ἔχει ἑφτὰ παππάδων γνώση (ἐπὶ εὐφυεστάτου) Πελοπν. (Ἀργολ.) Τὸν ἔμαθε ἑφτὰ παππάδων γνώση (τὸν ἑτιμώρησε) Πελοπν. (Πάτρ.) || Παροιμ. Νά ᾽χε κ᾽ ἡ κουρούνα γνώση, | νὰ μᾶς δάνειζε καμπόση (ἐπὶ τῶν ἀνοήτων, ἐπιχειρούντων νὰ συμβουλεύσουν νοημονεστέρους) πολλαχ. Δίνεις ἄσπρο, δίνεις γνώση, | δίνεις φτώχε͜ια, δίνεις τρέλλα (ὅτι ὁ πλοῦτος καθιστᾷ τὸν κάτοχόν του συνετόν, ἐνῷ ἡ πενία ὁδηγεῖ εἰς ἀφροσύνας) αὐτόθ. Οὔτε τὴ γνώση ἄλλαξε, οὔτε τὴν κεφαλή του (ἐπὶ τοῦ μὴ μεταβάλλοντος χαρακτῆρα ἐπὶ τὰ βελτίω) Πελοπν. (Λάστ.) Ὄταν εἴχαμε τὸ γρόσι, | τότε ἔλειπε ἡ γνώση (ὅτι παθόντες πρῶτον, κατανοοῦμεν ὕστερον τί ὠφείλαμεν νὰ πράξωμεν) κοιν. Ὥς που νά ᾽ρθ᾽ ἡ γνώση, πάει τὸ γρόσι (συνών. μὲ τὴν προηγουμ.) Πελοπν. (Γαργαλ.) κ.ἀ. Ἡ γνώση δὲν κρέμεται ἀπὸ τὰ γένε͜ια (ἡ φρόνησις δὲν συμβαδίζει πάντοτε μὲ τὴν ἡλικίαν) Κρήτ. κ.ἀ. Οἱ ἄσπρες τρίχες δὲν κάμνουν τὴ γνώση (ὁμοίως) ἐνιαχ. Ὅπο͜ιους δὲν ἔ᾽ γνώσ᾽ ᾽ς τοὺ κιφά᾽, ᾽ν ἔ᾽ ᾽ς τὰ πουδάριˬα (ἐπὶ ἀπερισκέπτου ὑποβαλλομένου εἰς περιττὸν κόπον) Ἤπ. (Ζαγόρ.) Συνών. παροιμ. Ὅπο͜ιος δὲν ἔχει μυˬαλό, ἔχει πόδιˬα. Ὅταν εἶχε τὸ κορμὶ τιμή, δὲν εἶχε τὸ κεφάλι γνώση (ἐπὶ τῶν φθειρόντων ἀσκόπως την νεότητά των) Πελοπν. (Λάστ.) Στερνή μου γνώση, νὰ σ᾽ εἶχα πρῶτα (ἐπὶ τῶν συνετιζομένων, ὅταν εἶναι ἤδη ἀργὰ ἢ ἐπὶ τῶν μὴ ἐκμεταλλευθέντων ἐπωφελῶς παρουσιασθείσας εὐκαιρίας) κοιν. Τωρινή μου γνώση, νὰ σ᾽ εἶχα πάντα (συνών. μὲ τὴν προηγουμ.) Λεξ. Πρω. Ὁdὸν εἶν᾽ τὸ πρᾶμα, ποῦ ᾽ν᾽ ἡ γνώση; κ᾽ ὁdὸν εἶναι ἡ γνώση, ποῦ ᾽ν᾽ τὸ πρᾶμα; (συνών. μὲ τὴν προηγουμ.) Κρήτ. (Πεδιάδ.) Γνώση καὶ πράξη νὰ φορῇς, νά ᾽σαι καὰ ντυμένος (ἡ γνῶσις καὶ ἡ ἐμπειρία εἶναι ἰσχυρὰ προσόντα διὰ τὴν ἐπιτυχίαν εἰς τήν ζωήν) Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Βασίλη, τίμα τὸν παππᾶ κ᾽ ἐσύ, παππᾶ, ἔχε γνώση (ἐπὶ τῆς ἀνάγκης ἐπιδείξεως ἀλληλοεκτιμήσεως τῶν ἀτόμων) Πελοπν. (Γορτυν.) Ὅπο͜ιος ἔχει νοῦ καὶ γνώση, | πρὶν πεινάσῃ θὰ ζυμώσῃ (ἀνάγκη νὰ προνοῇ κανεὶς διὰ νὰ ἀντιμετωπίσῃ ἐπιτυχῶς δυσαρέστους μελλοντικὰς καταστάσεις) Πελοπν. (Γεράκ.) Συνών. παροιμ. Τῶν φρονίμων τὰ παιδιˬὰ πρὶν πεινάσουν μαγειρεύουν Πο͜ιός ἔε͜ιδι πράσ᾽νου ἄλουγου κὶ δάσκαλου μὶ γνώσ᾽ (ἐπὶ ἀνυπάρκτων πραγμάτων) ἐνιαχ. βορ. ἰδιωμ. Νά ᾽χες γνώση, δέσποτα, ἔτρωγες κ᾽ ἐτσώπαινες (ἡ σιωπὴ ἐπιβάλλεται πρὸ τῶν κινδύνων καὶ τῶν δυσκόλων καταστάσεων· ἐκ παροιμιομ.) Ἰόνιοι Νῆσ. Ὅπου δὲ φτάνει τὸ χέρι φτάνει ἡ γνώση (διὰ τῆς συνέσεως ἐπιλύονται δυσκολώτατα θέματα εἰς τήν ζωήν) Πελοπν. (Πάτρ.) Δῶσι μου τὴ γνώση σου, νὰ σὶ κάμου πλούσιου (ἐπὶ τοῦ μή προνοοῦντος εἰς τὰς ἐργασίας του) Σάμ. Μούλουμα καὶ γνώσ᾽ (ἐπὶ παθημάτων τἀ ὁποῖα γενόμενα μαθήματα ἐπιβάλλουσι σιωπὴν) Α. Ρουμελ. (Φιλιππούπ.) Οὑ λύκους τοὺ μαλλὶ ἀλλάζ᾽, ὄ᾽ κὶ τ᾽ γνώσ᾽ (ὅτι ἡ πονηρὰ φύσις δὲν μεταβάλλεται διὰ τοῦ χρόνου) Ἡ παροιμ. εἰς παραλλαγ. πολλαχ. || Γνωμ. Ἡ ὀμορφιˬὰ εἶναι μπάλωμα κ᾽ ἡ γνώση εἶναι βασίλε͜ιο (ἡ ὡραιότης ἀποτελεῖ συμπλήρωμα μόνον τῶν ἀπαιτουμένων πρὸς ἐπιτυχίαν προσόντων, εἰς ἀντίθεσιν πρὸς τὴν σύνεσιν, ἡ ὁποία εἶναι τὸ σπουδαιότερον τούτων) Πελοπν. (Καλάβρυτ.) Τὴν ὀμορφιˬὰ παράταγε καὶ πιˬάσου ἀπὸ τὴ γνώση (συνών. μὲ τὸ προηγούμ.) ἐνιαχ. Τὰ χρόνιˬα φέρουσι τὸ νοῦ καὶ τὰ μυˬαλὰ τὴ γνώση Νίσυρ. Πρῶτα παίρνει ὁ Θεὸς τὴ γνώση κ᾽ ὕστερα τὸ βιˬὸς ἐνιαχ. Πᾶρε τοῦ γέροντα μυˬαλό, τοῦ παιδεμένου γνώση Πελοπν. (Σκορτσιν.) Πᾶρε ᾽πὸ γέρο συβουλὴ καὶ παιδεμένου γνώση (συνών. μὲ τὸ προηγούμ.) Πελοπν. (Γαργαλ.) Τὸ γνωμ. εἰς πλείστας παραλλαγ. πολλαχ. Ἡ γνώση νικᾷ τὴν ἀdρεία Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Τὸ γνωμ. εἰς παραλλαγ. πολλαχ. Σ᾽ τὰ σαράντα δύναμη καὶ ᾽ς τὰ ἑξῆντα γνώση Πελοπν. (Βραχν.) Νὰ εἶχαν οἱ γέροι δύναμη, νὰ εἶχαν τὰ νιˬᾶτα γνώση Πελοπν. (Ἀρκαδ.) Κάλλιˬο τύχη παρὰ γνώση Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Θὰ bάθῃς ἑκατὸ ζημιˬές, νὰ βάλῃς χίλιˬες γνώσεις Ἰθάκ. Τὰ γράμματα εἶναι καλά, μὰ νά ᾽χῃς νοῦ καὶ γνώση Κρήτ. (Μόδ.) Μῆλ. Νίσυρ. Τὸ γέλιˬο χάνει τὴν τιμή, τὸ μέτωρο τὴ γνώση (ὁ γελῶν ἀκαίρως ἢ σκώπτων τινὰ ὕστερον μετανοεῖ) Πελοπν. (Δημητσ. Καρίτ. Μάν. Μεσσην. Πύργ.) Καμμιˬὰ φορὰ σὲ μικρὸ κεφάλι βρίσκεται μεγάλη γνώση Πελοπν. (Πάτρ.) || Αἴνιγμ. Μικιˬὸ μικιˬὸ καὶ στροgυλό, | κ᾽ ἔχει καὶ κόκκινο καρπό, κιˬ ἀποὺ τὸ βρῇ καὶ νο͜ιώσῃ, | ἔχει περίσσα γνώση (τὸ φυτὸν ἀστοιβίδα) Κρήτ. (Πεδιάδ.) || ᾌσμ. Ὅπ᾽ ἀγαπᾷ μελαχρινό, πρέπει νὰ βάλῃ γνώση, γιατ᾽ ἔχει μὲ τὸν ἔρωτα λογαριˬασμὸ νὰ δώσῃ Θήρ. (Οἴα) Αποὺ τὰ πρῶτα σ᾽ ἔθελα, πουλλίμ μου, νά ᾽χες γνώση Σύμ. Ἔχει γυναῖκες δυˬὸ γροσῶ ἔχει καὶ τρεῖς ᾽ς τὸ γρόσι, ἔχει καὶ τρεῖς καὶ τέσσερες ὅπου δὲν ἔχουν γνώση Ἴος. Ὡς καὶ τὸ dακουνάκι σου, καὶ ᾽κεῖνο ἔχει γνώση καὶ προπατεῖ σιγὰ σιγά, τὴ gάρτσα μὴ λερώσῃ Κρήτ. Γιˬαννάκη μὲ τὴ στόχαση κ᾽ ἐσὺ Λενιˬὼ μὲ γνώση, ἡ Παναγιˬὰ μὲ τὸ Χριστὸ θενὰ σᾶς στεφανώσῃ Ἰων. (Κάτω Παναγ.) Ἀπὸ μπροστά, παιδάκι μου, ἔπρεπε νά ᾽χῃς γνώση, νὰ μὴν ἀφήσῃς τὸ κακὸ ἀπάνω σου ν᾽ ἁπλώσῃ ἀγν. τόπ. Ὅπ᾽ ἀγαπήσῃ ἀρφανὴ πρέπει νὰ ἔχῃ γνώση, γιˬατ᾽ ἔχει μὲ τὴ bαναγιˬὰ λογαριˬασμὸ νὰ δώσῃ Θήρ. Σὰ dήνε πάθῃς τὴ δουλε͜ιά, ὅσο κι ἂν μετανο͜ιώσῃς δὲν ὠφελεῖ, πλιˬὰ παραbρὸς ἤπρεπε νά ᾽χῃς γνώση Κρήτ. (Νεάπ.) Ποτὲ ἄνθρωπος μὴ bαινεθῇ πὼς ἔχει νοῦ καὶ γνώση, ὥστε νὰ ᾽δῇ ἡ μοῖρα dου πῶς δὰ τόνε ᾽ποδώσῃ (δὰ = θά, ᾽ποδώσῃ = καταντήσῃ) αὐτόθ. Ἐγέρασα κακόμοιρος κιˬ ασπρίσαν τὰ μαλλιˬά μου καὶ γνώση δὲν ἐκράτησα γιˬὰ τὰ γεράματά μου Πελοπν. (Αἴγ.) Πουλλὰ καλὰ ᾽ς τοὺν ἄνθρουπου ἡ ἰμουρφχιὰ κ᾽ ἡ γνώση κιˬ ὅπχο͜ιους ἔχει τοὺ μυστικὸ νὰ μὴ τοὺ φαιρώσῃ Θεσσ. (Τίρναβ.) Τὰ πόδιˬα σ᾽κώνουν τὸ κορμὶ κ᾽ ἡ κεφαλὴ τὴ γνώση κιˬ ἀμοναχός του ὁ ἄθρωπος ὡς θέλει δ᾽ ἀποδώσῃ (δ᾽ = δὰ = θὰ) Κρήτ. Ἡ σημ. καὶ Βυζαντ. Βλ. Γαδάρ. διήγ., στ. 513-515 (ἔκδ. Wagner, σ. 139) «πάντοτε σὺ μοῦ ἔλεγες πὼς ἔχεις τόση γνώση | καὶ τώρα ὁ κυρ γάδαρος ἐμᾶς νὰ ταπεινώσει;» καὶ Ἐρωτόκρ. Α 929 (ἔκδ. Σ. Ξανθουδ.) «κι ὁποὺ κατέχει νὰ μιλῇ μὲ γνῶσι καὶ μὲ τρόπο, | κάνει καὶ κλαῖσιν καὶ γελοῦν τὰ μάτια τῶν ἀνθρώπω». Συνών. μυˬαλό, νιˬονιˬό, τσερβέλο. 3) Νοῦς Ἐρεικ. Εὔβ. (Βρύσ. Στρόπον.) Ἤπ. (Ξηροβούν. Πλάκ. κ.ἀ.) Ἰων. (Σμύρν.) Κρήτ. (Πεδιάδ. κ.ἀ.) Πόντ. (Τραπ.) Τσακων. (Χαβουτσ. κ.ἀ.): Ὁ Θεὸς νὰ σοῦ δίνῃ γνώση Βρύσ. Ἰσύ, πιδάκι μ᾽, δὲν ἔεις γνώση, εἶσι ντὶπ μουρλὸς Στρόπον. Μοῦ χρειαζότουνε ξύλο μὲ τὸ ἡμεροκάματο, φόρτσι καὶ βάλω γνώση (φόρτσι = μήπως) Ἐρεικ. Ἐσὺ ᾽κ᾽ ἔεις γνώση Τραπ. Ἁ γυναῖκα καλὰ τὰ γνώση σ᾽ (ἡ γυναῖκα εἶναι καλὴ ὅσον ἀφορᾷ εἰς τὸν νοῦν της) Χαβουτσ. || ᾌσμ. Κώστα, γιˬατί ἐζουρλάθηκες, σοῦ πῆρ᾽ ὁ Θεὸς τὴ γνώση; Ἤπ. Τὸ σ᾽τάρι κάνει προσφορὰ καὶ τὰ κριθάρι πίττα κιˬ ἀνεγυριστικὰ μιλῶ κιˬ ἂν ἔχῃς γνώση, γροίκα (ἀνεγυριστικὰ = ἀλληγορικὰ) Κρήτ. (Πεδιάδ.) Ἡ σημ. καὶ εἰς Χρον. Μορ., σ. 7675 (ἔκδ. J. Schmitt) «θέλω νὰ ποιήσω πρὸς αὐτὴν χάριν νὰ τὸ ἐγνωρίσουν | ὅσοι τὸ ἀκούσουν κ᾽ ἔχουσιν φρένα καὶ γνῶση εἰς αὔτους» καὶ εἰς Ἐπαιν. γυναικ. 394, 589 (ἔκδ. Κ. Krumbacher) «τότες ὄν πηδᾷ καὶ ἄλλη | ποὺ ἔχει γνῶσιν εἰς τὸ κεφάλι» καὶ Συναξαρ. γαδάρ., στ. 151 (ἔκδ. Wagner, σ. 116) «ἐφεύρα δὲ κ᾽ ἐγὼ πολλὰ οἴκοθεν γνώσεώς μου». 4) Σκέψις Θρᾴκ. (Ἀδριανούπ. κ.ἀ.): Τότι ᾽κείνους συλλοΐσ᾽κι τί νὰ κάμ᾽ κὶ ᾽ς τὰ ὑστιρ᾽να τοῦ ἦρθι μιˬὰ γνώση. 5) Εἴδησις, πληροφορία Κύπρ. - Λεξ. Μ. Ἐγκυκλοπ. || ᾎσμ. Κιˬ ὅντας ἰδῇς τὸν δράκοντα, κάμε ᾽ς ἐμένα γνώση, νὰ ξαπολύσω τὸ νερὸν κ᾽ ἡ χώρα νὰ γεμώσῃ. Ἡ σημ. καὶ Βυζαντ. Πβ. Μαχαιρ., 1.202 (ἔκδ. R. Dawkins) «καὶ ἐποῖκαν το νῶσιν τοῦ ἀμιράλλη». 6) Γνώμη Θρᾴκ. (Καρωτ.): Ἦρθα νὰ μὶ δώισ᾽ γνώσ᾽. Πβ. Ὅσες κεφαλὲς τόσες γνῶμες Φ. Κουκουλὲ εἰς Ἀθηνᾶν 52 (1948), 89. Ἡ σημ. καὶ Βυζαντ. Πβ. Μαχαιρ., 1.232,21 (ἔκδ. R. Dawkins) «πολλοὶ ἀνθρῶποι πολλὲς γνῶσες». 7) Μεταφ., ἅλας Εὔβ. (Κουρ.) Θεσσ. (Δρακότρ.) Ἤπ. (Βαβούρ Κόνιτσ. Κωστάν. κ.ἀ.) Πελοπν. (Γέρμ. Μάν. Τσιτάλ. κ.ἀ.) Τσακων. (Μέλαν. κ.ἀ.) Ἔχεις γνώση; Μάν. Δὲ μοῦ φέρνεις καbόση γνώση ἀπὸ τὸ Βοίτυλο; Γέρμ. Βάλε λιγάτι γνώση ὸ ομό ντι (βάλε ὀλίγον ἁλάτι εἰς τὸ φαγητόν σου) Μελαν. Τὸ ομό ντι, ὄ ᾽ν᾽ ἔχουντα γνώση (τὸ φαγητόν σου δὲν ἔχει ἁλάτι) αὐτόθ. β) Ἔλαιον Κρήτ.: Βάλε τοῦ λύχνου γνώση. || ᾎσμ. Ξεφ᾽τίλισε τὸ λύχνο σου καὶ βάλε του καὶ γνώση, γιατὶ δὲ φεύγω ἀπὸ ᾽παδά, ὥστε νὰ ξημερώσῃ. Ἡ λ. καὶ ὡς κύρ. ὄν. Θρᾴκ. (Αἶν.) Πελοπν. (Γαργαλ.): Γνώση σὲ εἶπαν τ᾽ ὄνουμά σ᾽ κὶ γνώση εἶσι (ἐκ παραμυθ.) Αἶν. Ἐμένα μὲ λένε Γνώση, κιˬ ὅντας μὲ χρε͜ιαστῇς, νὰ μὲ φωνάξῃς (ὁμοίως ἐκ παραμυθ.) Γαργαλ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA