γιˬόξα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γιˬόξα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Σύνδεσμος
Τυπολογία
γιˬόξα σύνδ. Α. Κρήτ. (Βιάνν. Κριτσ.) Δ. Κρήτ. Κύπρ. Λυκαον. (Σίλ.) Λυκ. (Λιβύσσ.) Μεγίστ. Πόντ. (Ὄφ. Τραπ. Χαλδ.) Τσακων. (Χαβουτσ.) γιˬόχσα Καππ. (Μισθ. Φάρασ.) Πόντ. (Χαλδ) γϊόχτσα Καππ. (Μισθ. Φάρασ.) ’όξα Θρᾴκ. (Ἀμόρ.) Κύπρ. (Λευκωσ. Πεδουλ.) ’οξὰ Κύπρ. (Λευκωσ. Μένοικ. κ.ἀ.) γιˬόξιμ Μακεδ. (Σιάτ.) γιˬόξαμου Κρήτ. (Βιανν. Κρίτσ.) γιˬάξαμου Ἰκαρ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ Τουρκ yoksa = εἰδεμή, ἄλλως. Ὁ τύπ. γιˬάξαμου πιθαν. κατὰ σύμφυρσιν τῶν γιˬὰ γιˬόξα καὶ προσθήκην τοῦ ἐρωτημ. μου (τουρκ. mu).
Σημασιολογία
1) Ὁ διαζευκτ. συνδ. ἢ ἔνθ᾽ ἀν.: Ἐγὼ ἔμουν γιˬόξα ἐσύ; Πόντ. (Τραπ.) Ἀντζελοθωρεῖς ᾿όξα ἐλαώθης; (βλέπεις διαβόλους ἣ ἐσεληνιάσθης; πρὸς τὸν καταλαμβανόμενον ὑπὸ σφοδροῦ ψυχικοῦ πάθους, παροξυσμοῦ κ.τ.τ.) Κύπρ. Ἐψήθην τὸ φαΐν ὀξὰ ἀκόμα; αὐτόθ. Εἶνdα γλυκόθ-θέλεις; φοινίτζιν ’όξα χρυσόμηλον; αὐτόθ. Ἔν πλάσμα ’οξὰ χτηνό; (πλάσμα = ἄνθρωπος) αὐτόθ. Ἔν-νὰ πάῃς ’όξα ἔν-νὰ μὲμ πάῃς; αὐτόθ. Ἔν-να ᾿ρτῃς σίουρα πιθαύριο νὰ φάμεν ’όξα νὰ μὲσ σὲ περιμένω; (πιθαύριο = μεθαύριο) Κύπρ. (Λευκωσ.) Καταλάβεις ’οξὰ ’έν gαταλάβεις; (καταλαβαίνεις; ἐννοεῖς; ἢ δὲν ἐννοεῖς,) Κύπρ. (Μένοικ.) Λαλεῖ του τούτη ’όξα τούτη, (ἐκ παραμυθ.) αὐτόθ. Λιˬαρὸ ’ναι γιˬόχσα χάη; (γερὸς εἶναι, ζῇ ἢ πέθανε;) Καππ. (Μισθ.) Ἁ δοζέγκο γιˬόξα ἁ ζαρβέγκο; (ἡ δεξιὰ ἢ ἡ ἀριστερά;) Τσακων. (Χαβουτσ.) || ᾌσμ. Εἶdα ’χεις, κόρη, καὶ γρινιˬᾶς, κόρη, κιˬ ἀναστενάζεις; bὰς τὸ νερὸ λυπήθηκες, γιˬόξαμου μένα ’dράπης; Κρήτ. (Κριτσ.) Εἶσαι τοῦ οῦ γλομὸς ’οξὰ τοῦλ-’λιοῦ καμένος; (οῦ = ἥσκιου, σκιᾶς, γλομὸς = χλωμός, ’λιˬοῦ = ἥλιου· εἶσαι χλωμὸς ἀπὸ τὴν σκιὰν ἢ ἡλιοκαμένος; ἐκ παραμυθ.) Κύπρ. Ἐσὲν τὰ ροῦχα σου βάρυναν γιˬόχσα τ’ ἀσ-σημικά σου Καππ. Κοιμᾶται γἢ ᾿νειρεύγεσαι γιˬόξαμου φαίνεταί σου Κρήτ. (Βιάνν.) Ἐπόμειν’ ἡ ἀγάπη σου ’ς τὸ μάτι μου ν-ἀσπράδι τσαὶ δὲν ἰμπλέπω πιˬὸ νὰ δῶ μέρα ’ναι γιˬόξα βράδυ Μεγίστ. Καὶ ’πολοᾶται ὁ πασᾶς τῆς Ἐμινὲς καὶ λέει: ἦταν μὲ τὸ ἀστανιˬὸν ᾽όξα μὲ τὴν βουλήν σου κ’ ἑμπῆκεν ὁ Γκιˬαούρογλους μέσα εἰς τὴν αὐλήν σου; Κύπρ. 2) Εἰμἡ, ἐκτὸς ἐάν, ἄλλως, ἐν ἐναντίᾳ περιπτώσει Κύπρ.: ᾌσμ. Ἐν παραιτῶ ᾽ποὺ λόου της ’όξα νὰ μὲ σκοτώσουν. Κεῖνος λαλεῖ του δὲν εἶναι καὶ γιˬὰ τὰ δυό μου νύχιˬα, ᾽οξὰ κ᾽ ἐσούνι Τ-οουλἥ ἀκούεις τὰ φουμίχιˬα (φουμίχιˬα = ἔπαινοι). 3) Ἆραγε, μήπως Κύπρ. (Λευκωσ.) Μακεδ. (Σιάτ.): Τοὺν καρτσιροῦμι· γιˬόξιμ θὰ νά ’ρθ’; Σιάτ. Μὲφ-φάῃς, ρὲ μουσουτάρη, ’οξὰ νομίζεις ἔν ’νὰ σπάσω μαζίσ σου (μουσουτάρη = δύσκολε, ἐκλεκτικὲ εἰς τὸ φαγητόν, σπάσω = σκάσω) Λευκωσ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA