γιˬόπυρος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γιˬόπυρος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Αρσενικό

Τυπολογία

γιˬόπυρος ὁ, ἐνιαχ. γιˬόπ-υρος Ρόδ. γιˬόπ-υρας Ρόδ. γιˬόπ-υρο Ρόδ. (‘Αρχάγγ. Κοσκιν κ.ἀ.) λίπυρον τό, Κέως Κύθηρ. Σῦρ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ἀρχ. οὐσ. αἰγίπυρος.

Σημασιολογία

1) Τὸ φυτὸν Ὀνωνὶς ἡ ἀκανθώδης (Ononis spinose), τῆς οἰκογ τῶν Ψυχανθῶν (Papilionaceae) ἔνθ’ ἀν. Συνών. ἀγκάθι βόιδινο, ἀνωνίδα, γαλινιˬά, παλαμωνίδα. 2) Ἀγρὸς ἄγονος καὶ ἄφορος, ὅπου πιθαν. φύονται τέτοιου εἴδους φυτὰ Ρόδ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/