γιˬοργὰ

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γιˬοργὰ

Τύπος

Λήμμα

Τυπολογία

γιˬοργὰ ἐπίρρ. Ἰων. (Κρήν.) Κάρπ. Κάσ. Κρήτ. (Ἀβδοῦ, Ἅγιος Γεώργ. κ.ἀ.) Μύκ. Πελοπν. (Δίβρ. Ἦλ. Καλάβρυτ. Ὀλυμπ Παιδεμ. κ.ἀ.)-Λεξ. Βάιγ. γιˬόργα Θρᾴκ. (Σηλυβρ.) Πελοπν. (Ἀρκαδ.) γιˬοργοῦς Μέγαρ. γιˬεργὰ Πελοπν. (Κορινθ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ Τουρκ. yorga = τριποδισμός, βάδισις κατὰ τριποδισμόν. Ὁ Σομ. παραθέτει τὴν λ., ἀλλὰ παραπέμπει ἐσφαλμένως εἰς τὸ γοργά.

Σημασιολογία

1) Ἐπὶ ἵππων καὶ γενικῶς ἐπὶ ὑποζυγίων, τριποδιστί· τρόπος βαδίσματος, κατὰ τὸν ὁποῖον τὸ ζῶον βαίνει ταχέως καὶ ρυθμικῶς, μετὰ ἀπὸ εἰδικὴν ἄσκησιν ἔνθ’ ἀν.: Γιˬοργὰ προπατεῖ ἡ φοράδα σου Κρήτ. Ἐκαβαλλίκεψα τὸ γάιˬδαρο καὶ τόνε ’λάλουνα γιˬοργὰ (λάλουνα = ἔκανα νὰ τρέχῃ) Κρήτ. (Ἀβδοῦ) Τὸ μουλάρι dου πάει γιˬοργὰ Κρήτ. Τοῦτο τὸ ζῶ πάει γιˬοργὰ Ἰων. (Κρήν.) Τ᾽ ἄλογο μου πάει οὕλο γιˬοργὰ Πελοπν. (Δίβρ.) Συνών. ραβάνι. 2) Ἐπὶ ἀνθρώπων, ταχέως, ὡσὰν μὲ καλπασμὸν Κρήτ. Μέγαρ. Πελοπν. (Παιδεμ. κ.ἀ.) Κάμε γιˬοργὰ (σπεῦσον) Πελοπν. Μοῦ ρθε γιˬοργοῦς τσαἰ λήορα Μέγαρ. || Φρ. Ἐγὼ δὰ σὲ κάμω νὰ πηαίνῃς γιˬοργὰ (ἐπὶ ἀνθρώπου ζωηροῦ καὶ ἀτάκτου, σὲ ἀναγκάζω νὰ ὑπακούσῃς, σὲ χαλιναγωγῶ) Κρήτ. Ὅ,τι ᾿πόχτησε ὁ γέρο Μῆτρος τὸ μάθανε γιˬοργὰ κεῖν’ οἱ προκομμένοι οἱ γιˬοὶ του μὲ τὶς τεμπελιὲς καὶ τὸ φάντε (μάθανε γιˬοργὰ = σπατάλησαν, φάντε = φάντης, δηλαδὴ χαρτοπαίγνιον) Παιδεμ. β) Μετὰ προσοχῆς, σιγὰ Πελοπν (Κορινθ.): Γιˬεργὰ-γιˬεργὰ! (πρόσεχε, σιγὰ-σιγὰ!)

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/