γνωστικάδα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γνωστικάδα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
γνωστικάδα ἡ, Κρήτ. (Κίσ. Νεάπ. Περιβ. Σητ. κ.ἀ.) - Κ. Χατζοπ., Πύργ. Ἀκροπότ., 7 - Λεξ. Βλαστ. Δημητρ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἐπιθ. γνωστικὸς διὰ τῆς παραγωγ. καταλ. -άδα (Ι).
Σημασιολογία
Ἡ ἰδιότης τοῦ γνωστικοῦ, ἡ σύνεσις, φρόνησις ἔνθ᾽ ἀν.: Πᾶρε γιὰ τὴ γνωστικάδα σου αὐτὸ τὸ μικρὸ δῶρο Κρήτ. (Περιβ.) Μικρὸς εἶναι, μὰ ἔχει γνωστικάδα Κρήτ. (Σητ.) ᾽Σ τὸ κλέψιμο τσῆ θυγατέρας του ἤδειξε γνωστικάδα Κρήτ. (Νεάπ.) Ἡ γνωστικάδα τῆς κυρὰ-Θώμαινας ξαναβρῆκε τὴ λύση Κ. Χατζόπ., ἔνθ᾽ ἀν. Συνών. γνώση 2, μυˬαλό.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA