γιˬοργαδεύω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γιˬοργαδεύω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
γιˬοργαδεύω ἐνιαχ. γιˬουργαδεύου Στερελλ. (Παρνασσ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. γιˬοργάδα.
Σημασιολογία
Ἐκτελῶ κάτι μὲ ἐπιτηδειότητα, ταχέως καὶ ἐπιτυχῶς: Γιˬουργαδεύ’ τὴ δ’λειˬά. Τήνε γιˬουργάδιψι τὴν κόφτρα Γιˬουργαδεύ’ νὰ σκάβ’. Τὴ γιˬουργάδιψι τὴν ἀγκούτσα (= ἀγκύλη ράβδος, κυρίως ποιμενικὴ) || Φρ. Τοῦ γιˬουργάδιψα κὶ, κάνα ζιˬουβγάρ’ ’ς τ’ ἄφτιˬά. Συνών. φρ. Τοῦ ᾿δωσα δυˬὸ χαστούκιˬα ’ς τὰ γρήγορα. Συνών. γιˬοργαδώνω.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA