βαθυπράσινος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

βαθυπράσινος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

βαθυπράσινος ἐπίθ. σύνηθ. βαθε͜ιοπράσινος-Λεξ. Πρω.(λ. βαθυπράσινος).

Ετυμολογία

Ἐκ τῶν ἐπιθ. βαθὺς καὶ πράσινος

Σημασιολογία

Ὁ ἔχων βαθὺ πράσινον χρῶμα: Βαθυπράσινη χλόη. Βαθυπράσινο πεῦκο.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/