γόγγολη

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γόγγολη

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

γόγγολη ἡ, Ἤπ. (Κοκκιν.) Πελοπν. (Λακεδ) - Λεξ. Μ. Ἐγκυκλ. Πρω. Δημητρ. βόγγολη Πελοπν. (Βλαχοκερ. Γαργαλ. Γεράκ. Κοντογόν. Μαργέλ. Πυλ. Πιάν. κ.ἀ.) γκόγγολη Τσακων. (Μέλαν.) κόγκολη Ἤπ. (Μαργαρ.) κόgολη Ἤπ. (Ἰωάνν. Πάργ.) κόγκουλη Μακεδ. (Βόιον) κόγκουλα Μακεδ. (Βόιον) κόγκου᾽ Ἤπ. (Ἄγναντ. Μελισσ. Πλάκ.) Θεσσ. (Φωτειν.) Μακεδ. (Γήλοφ. Δασοχώρ. Δεσκάτ.) Στερελλ. (Ἀστακ. Μύτικ. Σπάρτ κ.ἀ.) κόκολη Π. Γενναδ., Λεξικ. Φυτολ., 12 κόκοη Πέλοπν. (Καρδαμ. Ξεχώρ.) κόκαλη Πελοπν. (Πραστ.) κόγγολι τό, Πελοπν. (Ἦλ.) γκογγόλι Πελοπν. (Ἦλ.) γόγγολι Λεξ. Ἐλευθερ. Δημητρ. γόγγολο Λεξ. Πρω. Δημητρ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ Σλαβ. kokolj. Βλ. G. Meyer, Neugr. Stud. 2,31.

Σημασιολογία

1) Τὸ φυτὸν Ἀγρόστεμμα τὸ κοινὸν (Agrostemma githago) τῆς οἰκογ. τῶν Καρυοφυλλιδῶν (Caryophyllaceae) ἔνθ᾽ ἀν.: Ἡ βόγγολη φυτρώνει ᾽ς τὰ γεννήματα καὶ γιˬομάει τὸ χωράφι Πελοπν. (Πυλ.) Θὲλει τὸ γέννημά σου βότανο, γιόμισε κουκκὶ καὶ βόγγολη (κουκκὶ = εἶδος ψυχανθοῦς ἀναρριχωμένου) Πελοπν. (Γαργαλ.) Τὸ πίνιξε τὸ γέννημα ἡ βόγγολη Πελοπν. (Μαργέλ.) Τὸ χωράφι εἶναι γιˬομάτο γόγγολη καὶ θὰ πινίξῃ τὸ γέννημα Πελοπν. (Λακων.) Πῆγα καὶ βοτάνισα τὴ γόγγολη αὐτόθ. Τὰ πράτα τρῶνι κόγκου᾽ (πράτα = πρόβατα) Στερελλ. (Σπάρτ.) Ἐκόφταϊ οἱ χέρε μι μπάνα τὰ γκόγκολη (ἐκόπηκαν τὰ χέρια μου βγάζοντας τὴ γόγγολη) Τσακων. (Μέλαν.) Συνών. ἀγριοκουκκιˬά 2. 2) Οἱ βολβοὶ τοῦ φυτοῦ Ὀρνιθόγαλον τὸ σκιαδοφόρον (Ornithogalum umbellatum) τῆς οἰκογ. τῶν Λειριιδῶν (Liliaceae) Πελοπν. (Καρδαμ. Μάν.)

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/