γιˬοργεύω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γιˬοργεύω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
γιˬοργεύω ἐνιαχ. γιˬεργεύω Πελοπν. (Βραχν.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἐπιρρ. γιˬοργά.
Σημασιολογία
Σπεύδω, βιάζομαι: Παροιμ. Γιˬεργεύει ἡ νύφη μας τὸ Σάββατο τὸ βράδυ (ἐπὶ ἀνθρώπων, οἱ ὁποῖοι ἀδιαφοροῦν διά τὴν ἐργασίαν των, βιάζονται ὅμως τὴν τελευταίαν στιγμήν).
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA