ἀσίγαστος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀσίγαστος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀσίγαστος ἐπίθ. Εὔβ. (᾿Οξύλιθ.) –ΚΘεοτόκ. Οἱ σκλάβ. 33 ΜΠολυδούρ. ἐν Ἀνθολ. Η’Αποστολίδ. 362 –Λεξ. Πρω. Δημητρ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. *σιγαστὸς<σιγάζω.
Σημασιολογία
1) Ὁ μὴ σιωπῶν, ὁ διαρκῶς φωνάζων ἢ θορυβῶν Εὔβ. (Ὀξύλιθ.) –Λεξ. Πρω. Δημητρ. Συνών. ἀσίγητος 1. 2) Ἀνήσυχος, ἄτακτος Εὔβ. (᾿Οξύλιθ.) Συνών. ἀσίγητος 2, ἀσιγούρευτος 2, ἀσιγούριστος. 3) Ὁ μὴ παύων, ἀκατάπαυστος, ἀδιάκοπος ΚΘεοτόκ. ἔνθ’ ἀν. ΜΠολυδουρ ἔνθ’ ἀν.: Οἱ συχνὲς ἀρρώστιˬες ἔκαναν νὰ πληθένουν οἱ ἀσίγαστες φροντίδες της ΚΘεοτόκ. ἔνθ’ ἀν. ‖ Ποίημ. Μὲ μιˬὰν ἀσίγαστη μανία νὰ θέλω ὅ,τι μοῦ λείπει, νὰ θέλω ὅ,τι μοῦ κράτησες κρυφὸ κ’ ἔτσι νὰ δέρνωμαι μ’ αὐτὸ τὸ μάταιο καρδιˬοχτύπι ΜΠολυδουρ. ἔνθ’ ἀν.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA