γιˬοργὸς

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γιˬοργὸς

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

γιˬοργὸς ἐπίθ. Στερελλ. (Παρνασσ.) γιˬεργὸς Πελοπν. (Αἰγιαλ. Ἀχαΐα Κορινθ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ἐπιρρ. γιˬοργά, παρὰ τὸ ὁπ. καὶ τύπ γιˬεργά.

Σημασιολογία

Ὁ μετὰ ταχύτητος καὶ ἐπιδεξιότητα; ἐκτελῶν κάποιαν ἐργασίαν ἔνθ᾽ ἀν.: Ὁ Γιˬάννης εἶν’ πολὺ γιˬεργὸς γιὰ τὴ δουλε͜ιὰ αὐτὴ Πελοπν. (Ἀχαΐα). Γιˬεργὸς ἄνθρωπος ὁ Κωσταντῆς Πελοπν. (Αἰγιάλ.) || Παροιμ. Τὸ ζ’νταιριˬασμένο ἀντρόενο καὶ τὸ γιˬοργὸ ζευγάρι (ζ’νταιριασμένο = συνταιριασμένο· ἐπὶ συζυγικοῦ ζεύγους συμβιοῦντος ἁρμονικῶς) Στερελλ. (Παρνασσ.)

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/