γογγύλι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γογγύλι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
γογγύλι τό, πολλαχ. καὶ Καππ. (Σινασ.) Πόντ γογγύ᾽ Σκόπ. κ.ἀ. γοgύλι Ἰθάκ. γονgύλι Κῶς (Καρδάμ.) γουγγύ᾽ Εὔβ. (Αἰδηψ. κ.ἀ.) Ἤπ. (Ἰωάνν.) Μακεδ. (Νιγρίτ.) Σάμ. Σκόπ. gοgύλι Πελοπν. (Λεῦκτρ.) γοντζύλι Μ. Ἀσία (Κυδων.) Σκῦρ. γοτζύλι Πελοπν. (Κάμπος Λακων. Καρδαμ. Ξεχώρ.) γουτζύ᾽ Μ. Ἀσία (Κυδων.) gουτζύ᾽ Μ. Ἀσία (Κυδων.) βογγύλι Ζάκ. Ἤπ. Θρᾴκ. (Αἶν.) Ἰων. (Κρήν.) Κέρκ. (Ἀργυρᾶδ. Λευκίμμ. Σπαρτερ. κ.ἀ.) Κρήτ. Πελοπν. (Γαργαλ.) Ρόδ. Σύμ. Χάλκ. Χίος - Μ. Φιλήντ., Γραμματ., 91 βουγγύ᾽ Εὔβ. (Αἰδηψ. Ἄκρ.) Μακεδ. (Βρία Γήλοφ. Δεσκάτ.) Στερελλ. (Κολάκ.) ᾽οgύλι Νάξ. (Ἀπύρανθ.) γόγγυλο Πόντ. (Οἰν. Σάντ. Σταυρ. Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.) - Λεξ. Δημητρ. γογγύλιˬα ἡ, Λεξ. Μ. Ἐγκυκλ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἀρχ. οὐσ. γογγύλη = γογγυλίς. Βλ. Γ. Χατζιδ., Einleit, 286. Ὁ τύπ. καὶ εἰς Σομ. Διὰ τὸν σχηματ. τοῦ τύπ. βογγύλι βλ. Μ. Φιλήντ., Γραμματ., 91 διὰ δὲ τὴν μεταβολὴν τοῦ γένους βλ. Μ. Φιλήντ., Γλωσσογν., 3,8.
Σημασιολογία
1) Τὰ Σταυρανθῆ φυτά: α) Κράμβη ἡ λαχανώδης (Brassica oleracea) Κήθηρ. Λέσβ. - Γ. Γεννάδ., Λεξικ. Φυτολογ., 547 Χελδρ. - Μηλιαρ., Δημ. ὀνομ. φυτ., 8 - Λεξ. Μ. Ἐγκυκλ. β) Κράμβη ἡ γογγυλώδης (Brassica gongyloides) Δ. Καββάδ., Βοταν. – Φυτολογ. λεξικ., 966. Συνών. γουλί. γ) Κράμβη ἡ ράπυς (Brassica rapa) Εὔβ. (Αἰδηψ. Ἄκρ.) Ἤπ. Θρᾴκ. (Αἶν.) Καππ. (Σινασσ.) Καρ. (Ἁλικαρνασσ.) Κρήτ. Κῶς (Καρδάμ.) Λέρ. Μακεδ, (Βρία) Πελοπν. (Γαργαλ. Καρδαμ. Μεγαλόπ. Σκορτσιν.) Πόντ. (Σάντ. Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.) Ρόδ. Σκῦρ. Στερελλ. (Κολάκ.) Τσακων. (Μέλαν.) Χίος. - Λεξ. Πόππλετ. Περίδ. Βυζ.: Ἐγίνην σὰν τὸ βογγύλι (= ἐπάχυνες πολὺ) Κρήτ. Ρόδ. Γουγγύ᾽ μ᾽ γίγκις (ταυτόσ. μὲ τὴν προηγουμ.) Εὔβ. (Αἰδηψ.) Τὰ παιδιˬὰ ὅμως τῆς φτωχε͜ιᾶς θρέβιˬανε καὶ πάχυνανε καὶ ἦταν σὰ βογγύλιˬα Αἶν. Βράσον τὰ γογγύλ Πόντ. Τρώεις τα τὰ γονgύ-ιˬα; Κῶς (Καρδάμ.) Σήμιρα φάγαν, γίναν βουγγύλιˬα (ἔφαγαν ὑπερβολικὰ) Στερελλ. (Κολάκ.) Βουγγύ᾽ ἔ᾽ι τοὺ κιφά᾽ μ᾽ ἀπ᾽ τὰ τσιˬουμπήματα (ἐνν. τῶν μελισσῶν) Μακεδ. (Βρία) Σάματ᾽ μπουρεῖ νὰ πιρπατήσ᾽ αὐτὸ τοὺ βουγγύ᾽ Εὔβ. (Ἄκρ.) Τὰ λώματα ᾽τ᾽ κουρκουντέλ, τὸ μυτὶν ἀτ᾽ ἅμον καγάν᾽, τὰ γέν ᾽τ᾽ ἅμον τζάρ καὶ τ᾽ ὀμμάτ᾽ ἀτ᾽ ἅμον γόγγυλα (λώματα = ροῦχα, κουρκουντέλ = κουρέλια, καγάν᾽ = δρεπάνι, τζάρ = τρίχες οὐρᾶς ἀλόγου· ἐπὶ δυσειδοῦς) Σάντ. Γόγγυλα ἐποῖκεν τ᾽ ὀμμάτ τ᾽ (ἐπὶ ἀτόμου ἀνοίγοντος ὑπερμέτρως τοὺς ὀφθαλμοὺς) Πόντ. || Φρ. Γερὸς σὰν τὸ γογγύλι (ἐπὶ εὐρώστου καὶ ροδαλοῦ) Ἤπ. || Παροιμ. Τ᾽ ἀραῖα τὰ γόγγυλ φερ᾽νε χοντρὰ κιφάλ (τὰ ὀλίγα μέλη οἰκογενείας τυγχάνουν περισσοτέρας ἀνέσεως καὶ καλυτέρας τροφῆς) Τραπ. Συνών. παροιμ. Τ᾽ ἀραιὰ σκόρδα χοντραίνουν. Ἂν ἐσὺ κακὸ ρεπάνι, | εἶμ᾽ ἐγὼ κακὸ βογγύλι (ἐπὶ ἀντιπάλων ἐξ ἴσου ἐμμενόντων εἰς τὰς ἀπόψεις των) Χίος. Ἡ σημ. καὶ εἰς Σομ. 2) Τὸ φυτὸν Τεῦτλον τὸ σαρκόρριζον (Beta rapacea) τῆς oἰκογ. τῶν Χηνοποδιιδῶν (Chenopodiaceae) Πελοπν. (Καρδαμ. Ξεχώρ. Σαηδόν. κ.ἀ.) Μάζεψα μία μαγειρεψία γοτζύλιˬα Ξεχώρ. 3) Τὸ φυτὸν Δαῦκος ὁ καρωτὸς (Daucus carota) τῆς οἰκογ. τῶν Σκιαδιοφόρων (Umbeliferae) Μ. Ἀσία (Κυδων.) Συνών. δαυκί, καρῶτο, παστινάκα, σταφυλίνακας, σταφυλώνι, χαβούτσι. 4) Τὸ γεώμηλον Μ. Φιλήντ., Γραμματ., 130. 5) Τὸ φυτὸν κυκλάμινον Λεξ. Βλαχ. 6) Ὁ κόμβος τῆς καλάμης τῶν δημητριακῶν Νάξ. (Σαγκρ.) β) Τὸ στέλεχος τῶν δημητριακῶν Νάξ. γ) Ὁ κλαδίσκος τοῦ φυτοῦ Σπάρτον τὸ βρουλοειδὲς (Spartium jungeum) τῆς οἰκογ. τῶν Ψυχανθῶν (Papilionaceae) Νάξ. (Ἀπύρανθ.): Μὲ ᾽οgύλιˬα τῶν ἀσπαρθιˬῶ τὰ κάνου dὰ καρτσόξυα (ἀσπαρθιˬῶ = σπάρτων, καρτσόξυλα = καλτσοβελόνες). 7) Τὸ ἀπὸ τοῦ καρποῦ μέρος τῆς χειρὸς μέχρι τοῦ ἀγκῶνος ἢ καὶ τοῦ ὤμου Νάξ. (Ἀπύρανθ.): Τὰ ᾽οgύλιˬα τῶ χεριˬῶ σου ᾽ναι βρώμικα, μόνο ζέστανε μιˬὰ ᾽υχιˬὰ νεράκι καὶ πλύνε τα. 8) Μέρος κορμοῦ κυλινδρικοῦ ἰχθύος ἢ δένδρου Εὔβ. (Ἄκρ.) Ἤπ. (Πάργ. κ.ἀ.) Κέρκ. (Ἀργυρᾶδ. Λευκίμμ. Σπαστερ. κ.ἀ.) Κύλησε τὸ γογγύλι τ᾽ς ἐλιᾶς καὶ σταμάτησε κάτω ᾽ς τὸ δρόμο Λευκίμμ. Ἔκοψε τὴν ἐλιˬὰ κ᾽ ἔβγαλε δύο γογγύλιˬα μεγάλα αὐτόθ. β) Μικρὸν τεμάχιον ἄρτου Πελοπν. (Γέρμ.): Δῶ μου ἕνα γογγύλι ψωμί. 9) Ἐξοίδησις τοῦ λαιμοῦ ἢ τῶν ἀδένων τοῦ λαιμοῦ, χοιρὰς Ζάκ. 10) Μικρότερον ἢ μεγαλύτερον ἐξόγκωμα γενικῶς, οἴδημα τοῦ σώματος ἢ ἐξάνθημα προσώπου Ἤπ. (Ἰωάνν.) Λευκ. - Λεξ. Βυζ.: Ἔ᾽ κάτ᾽ γοgύλια ᾽ς τὰ μοῦτρα Λευκ. 11) Μικρὰ θαλασσοταραχή, ἄνευ ἀφρῶν τῶν κυμάτων, φουσκοθαλασσιˬὰ Ἰθάκ. κ.ἀ.: Ἔκανε λίγο γοgύλι, ἤτανε ξεθύμασμα, γιατὶ ἤτανε χτὲς φουρτούνα Ἰθάκ. || ᾎσμ. Ἀπὸ τὴ νύχτα ὥς τὴν αὐγὴ μᾶς δέρνει τὸ γογγύλι, γυρνᾶμε μέσ᾽ ᾽ς τὸ πέλαο σὰ ρῶγα ἀπὸ σταφύλι αὐτόθ. Ἡ λ. καὶ ὡς ἐπών. ὑπὸ τὸν τύπ. Γογγύλης Ἀθῆν. Εὔβ. (Χαλκ.) Ἤπ. (Ζίτσ.) Πελοπν. (Μολ.) καὶ ὡς τοπων. ὑπὸ τὸν αὐτὸν τὺπ. Θρᾴκ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA