ἀσιγουρευτιˬὰ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀσιγουρευτιˬὰ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀσιγουρευτιˬὰ ἡ, ἐπίθ. Λεξ. Δημητρ. ἀσιγουρεψιˬὰ Λεξ. Δημητρ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ἐπιθ. ἀσιγούρευτος.
Σημασιολογία
1) Ἔλλειψις ἀσφαλείας. 2) Ἀνησυχία, ἀταξία.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA