ἀσιγούρευτος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀσιγούρευτος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀσιγούρευτος ἐπίθ. Λεξ. Δημητρ. ἀσιγούριφτους Ἤπ. (Ζαγόρ.) Θεσσ. Μακεδ. (Βλάστ. Βογατσ.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. *σιγουρευτὸς< σιγουρεύω.

Σημασιολογία

1) Ὁ μὴ ἠσφαλισμένος, ὁ εἰς κίνδυνον ἐκτεθειμένος Λεξ. Δημητρ.: Ἀσιγούρευτη πόρτα. Ἀσιγούρευτο σπίτι (εὐχερῶς προσιτὸν εἰς κλέπτας). Ἀσιγούρευτα γυˬαλικὰ (μὴ εὐσταθῶς τοποθετημένα). Ἀμπέλι ποῦ ᾽ναι σὲ δημοσιˬὰ εἶναι ἀσιγούρευτο. 2) Ἀνήσυχος, ἄτακτος, ἐπὶ παίδων ἔνθ᾽ ἀν.: Ὅσο καὶ νὰ τὸ παιδέψω, εἶναι ἀσιγούρευτο Λεξ. Δημητρ. Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἀσίγαστος 2.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/