γόγγυσμα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γόγγυσμα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

γόγγυσμα τό, Δ. Σολωμ., 64 - Λεξ. Δημητρ. γόgυσμα Πελοπν. (Κίτ. Μάν.) ᾽ούγγ᾽σμα Μακεδ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ρ. γογγύζω, διὰ τὸ ὁπ. βλ. βογγῶ.

Σημασιολογία

Βόγγημα, τὸ ὁπ. βλ., ἔνθ᾽ ἀν.: Ποίημ. Χωρὶς γόγγυσμα κι ἀντάρα, παρὰ ἐκείνη μοναχά, ὁποὺ ἐκάναν μὲ τὴν κάρα, μὲ τὰ στήθια ᾽ς τὰ γκρεμὰ Δ. Σολωμ., ἔνθ᾽ ἀν.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/