γιˬορντανᾶτος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γιˬορντανᾶτος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
γιˬορντανᾶτος ἐπίθ. Μακεδ. (Ἑπταχώρ.) Πελοπν. (Ὀλυμπ.) Στερελλ. (Ἀκαρναν.) - Λεξ. Δημητρ. γκιρντανᾶτους Ἤπ. (Κόνιτσ.) γκιˬουρντανᾶτους Ἤπ. (Πλατανοῦσ.) Μακεδ. (Γῆλοφ. Δαμασκ Δεσκάτ.) γκιˬουρντινᾶτους Μακεδ. (Σταν.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. γιˬορντάνι, ὅπου καὶ οἱ τύπ. γκιρντάνι καὶ γκιˬουρντάνι, καὶ τῆς παραγωγ. καταλ. -ᾶτος.
Σημασιολογία
1) Ὁ φέρων γιˬορντάνιˬα, περιδέραια Μακεδ. (Δαμασκ.) κ.ἀ. -Λεξ. Δημητρ. 2) Συνεκδ. ἐπὶ πτηνῶν ὁ ἔχων πτίλα (φτερὰ) διαφορετικοῦ χρώματος ἐν εἴδει περιδεραίου εἰς τὸ δίνω μέρος τοῦ στήθους Ἤπ. (Κόνιτσ.) Μακεδ. (Ἑπταχώρ.) Πελοπν. (Ὀλυμπ.) Στερελλ. (Ἀκαρναν.): ᾌσμ. Περδικούλα γιˬορντανάτη κιˬ ὄμορφο πουλλί, αὐτοῦ ’ς τὰ πλάγιˬα ποὺ κοιμᾶσαι καὶ ’ς τὰ πετρωτὰ δὲ φοβᾶσαι ἀπ’ τὰ γεράκιˬα κιˬ ἀπ’ τὸ σταυραετό; Ἀκαρναν. Πέρδικά μου γιˬορντανάτη, μιˬὰ ψυχὴ ἔχω κιˬ ἔλα πάρ’ τη Ὀλυμπ. β) Ἐπὶ ζῴων, ὁ ἔχων εἰς τὸν λαιμὸν του τρίχωμα διαφορετικοῦ χρώματος ἀπὸ τὸ ὑπόλοιπον σῶμα, συνήθως λευκὸν Ἤπ. (Πλατανοῦσ.) Μακεδ. (Γῆλοφ. Δασοχ. Δεσκάτ. Σταν.): Ἔχουν ᾽να σλλι' γκιˬουρντανᾶτου ’ς τὰ γίδιˬα Γήλοφ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA