γογγυστὴς

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γογγυστὴς

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Αρσενικό

Τυπολογία

γογγυστὴς ὁ Λεξ. Βλάχ. Βάιγ. Πρω. Θηλ. γογγύστρα Πόντ. (Οἰν.) - Λεξ. Δημητρ. γογγύχτρα Πόντ. (Ὄφ. Σαράχ) κουντύστρα Κύπρ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ρ. γογγύζω, διὰ τὸ ὁπ. βλ. βογγῶ. Ἡ λ. καὶ εἰς Σομ.

Σημασιολογία

1) Ὁ γογγύζων, ὁ δυσφορῶν, μεμψίμοιρος, ὁ διαρκῶς παραπονούμενος ἔνθ᾽ ἀν. 2) Τὸ θηλ. ὡς οὐσ., ὁ στεναγμὸς Κύπρ.: ᾎσμ. Νά σοὺ ταὶ τὸν Σαρατηνὸν τ᾽ ἔρκετον κουντυστῶντα, τ᾽ ἐβκαῖναν οἱ κουντύστρες του σαρανταπέντε μίλιˬα. 2) Τὸ πτηνὸν Τρυγὼν ἡ κοινὴ (Streptopelia turtur) τῆς οἰκογ. τῶν Περιστεριδῶν (Columbidae) Πόντ. (Ὄφ. Σαράχ.) Συνών. γκουγκοὺτσα 3, τουρτούρα, τρυγόνι.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/