γιˬορντάνι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γιˬορντάνι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

γιˬορντάνι τό, γκερντάνι Θρᾴκ. (Σηλυβρ. κ.ἀ.) - Λεξ. Πρω. Δημητρ. γκερντά’ Θρᾴκ. (Ἀδριανούπ.) Πόντ. (Χαλδ.) Προπ. (Πάνορμ.) gερdά’ Α. Ρουμελ (Φιλιππούπ.) Θρᾴκ. (Τσακίλ.) γκιρντά’ Ἤπ. (Κόνιτσ.) Θεσσ. Θρᾴκ. (Ἀμορ. Ἑλληνοχώρ. Μάδυτ.) Μακεδ. (Βελβ. Δρυμ Φλόρ.) γκερδάνι Ἤπ. Θρᾴκ. (Μυριόφ. κ.ἀ.) γκιρδάνι Θρᾴκ. (Ἁλμ. Μάλγαρ.) γκερδάι’ Θρᾴκ. γκελντάνι Τσακων. (Πραστ.) γερντάνι Ἀθῆν Πελοπν. (Μεγαλοχ.) - Δ. Καμπούρογλ., Μνημ. Ἱστορ. Ἀθην., Γ’, 39 - Λεξ. Μπριγκ. γιρντάνι Ἀθῆν γιρdά’ Μακεδ (Χαλκιδ.) γερτάνι Πελοπν. (Οἰν.) - Κ. Κρυστάλλ., Ἔργα, 2,59 γεριτάνι Δ. Καμπούρογλ., Μνημ. Ἱστορ. Ἀθην., Γ΄, 49 γερδάνι Κῶς γιρδάνι Κῶς κερντάνι Θρᾴκ. (Σιρέντζ. Τσανδ.) Τσακων (Πραστ.) κιρτάνι Κρήτ. κερτάν’ Πόντ. (Κοτύωρ.) γκιˬορντάνι πολλαχ. γκιˬουρντάνι Μακεδ. (Ἀβδέλλ. Βέρ. Βλάστ. Δεσκάτ. Ἐράτυρ. Καστορ. Νάουσ. Πάγγ. Σίτ. Φυτ.) Πελοπν. (Ἀχαΐα) Στερελλ. (Μαλεσ.) - Κ. Κρυστάλλ., εἰς Ἀττικ. Μουσ., Γ’, 53 γκιˬουρντά’ Ἤπ. (Ζαγόρ.) Θρᾴκ. (Σουφλ.) Μακεδ. (Βρία Βροντ. Γαλατ. Δεσκάτ. Καστορ. Κοζ. Ρητίν Σιάτ.) γκιˬολντάνι Ἤπ. (Κωστάν.) γκιˬορτάνι Ἤπ. (Ξηροβούν.) γκιˬουρτά’ Θρᾴκ. (Ἀδριανούπ.) Μακεδ. (Δαμασκ. Κοζ. Φλόρ.) γκιˬορδάνι Μακεδ. (Κοζ.) γκιουρδά’ Ἤπ. Στερελλ. (Αἰτωλ. Καλοσκοπ. Παρνασσ. Τριχων. Φθιῶτ. Φωκ. Χρισ.) - Λεξ. Γαζ. γκιˬουρδάμι Εὔβ. (Κουρ.) γιˬορντάνι σύνηθ. γιˬορdάνι Κρήτ. γιˬορντά’ Στερελλ. (Ἅγιος Γεώργ.) γιˬουρντάνι Ἀντίπαρ. Πελοπν (Δάρα Ἀρκαδ. Δυρράχ. Καλάβρυτ. Λάστ. Μεγαλόπ.) - Γ. Δροσίν., Ἀγροτ. Ἐπιστ., 53,54 Μ. Μαλακάσ., εἰς Ἀνθολ. Η. Ἀποστολίδ., 221 - Λεξ. Δημητρ. γιˬουρdάνι Ἤπ. (Ἰωάνν.) Μέγαρ. γιˬουρdανὶ Μέγαρ. γιˬουρντά’ Εὔβ. (Στρόπον. κ.ἀ.) Ἤπ. (Ἰωάνν. Πλατανοῦσ. κ.ἀ.) Θάσ. Θεσσ. (Ἀργιθ. Δομοκ. Τσαγκαρ.) Μακεδ. (Ροδολίβ.) Στερελλ. (Αἰτωλ. Ἀκαρναν. Κολάκ. Λεβάδ. Παλαιοχ. Φθιῶτ. Φωκ.) γιˬουρδάνι Θεσσ. (Ἁλμυρ.) Λῆμν. (Πλάκ. κ.ἀ.) Μακεδ. (Αὐλ. Παγγ.) Ρόδ. (Μαρασ.) Στερελλ. (Παρνασσ.) γιˬορdάμι Κρῆτ. γιˬουρdάμ’ Σάμ. (Μαραθόκ.) γιˬουρδάμι Ἰθάκ. γιˬορτάνι Ἤπ. Ἰων. (Σμύρν.) Κρήτ. (Νεάπ.) Κωνπλ. Πελοπν. (Βλαχοκερ. Βούρβουρ. κ.ἀ.)- Σ. Περεσιάδ., Χορ Ζαλόγγ., 30 γιˬουρτάνι Ἤπ. -Κ. Κρυστάλλ, Ἔργα, 1, 213 - Λεξ. Μπριγκ. γιορτά’ Εὔβ. γιˬουρτά’ Εὔβ. (Ἁγία Ἄνν.) γιˬολτάνι Πελοπν. (Δυρράχ.) κιˬουρδάνι Ρόδ. (Μαράσ.) γιˬορτένι Θάσ. Μακεδ. (Χαλκιδ) γιˬουρdένι Μακεδ. (Χαλκιδ.) Πληθ. γκερντάν Πόντ (Κοτύωρ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τῶν Τουρκ. gerdan = διπλοπήγουνο, λαιμὸς καὶ garden = λαιμός.

Σημασιολογία

1) Κόσμημα τοῦ λαιμοῦ, περιδέραιον, ἢ τοῦ στήθους, ἀποτελούμενον ἀπὸ μίαν ἢ περισσοτέρας ἀλυσίδας καὶ ἀπὸ ἀργυρᾶ ἢ χρυσᾶ νομίσματα ἢ ἀπὸ χάνδρας διαφόρων χρωμάτων σύνηθ: Φόριι χρυσὸ γιουρντά’ Ἤπ. (Πλατανοῦσ.) Χαλκώματα ὀκᾶδες πέντε, γιˬορντάνι ἕνα Πελοπν. (Κλειτορ.) Γκελντάνι ἕνα, δαχτυλίδιˬα ἑπτὰ Τσακων. (Πραστ.) Ἡ μαννιˬά μ’ εἶχιν ἕνα γιˬουρντά’ ἀποὺ ζύγιζιν μιˬὰ πιριουσία (μανννιˬὰ = γιαγιά, ζύγιζιν = ἄξιζε) Μακεδ. (Βρία). Θὰ τῆς ἔδινε νὰ κάμῃ ἕνα κόκκινο φουστάνι καὶ ν’ ἀγοράσῃ ἕνα κοραλλένιο γιˬορντάνι Γ. Ξενόπ., Γυρισμ., 221 || Φρ. Τοὺ πάου γιˬὰ κόκκινου γιˬουρντά’ (μεταφ. γιὰ αἷμα, γιἀ σφάξιμο!) Στερελλ. (Κολάκ.) Εῖπι οὑ ἅι-Κουσμᾶς στοὺν Ἀλῆ Παιᾶ: - Θὰ πᾷς ’ς τ’ Πό’ μὶ κόκκινου γιˬουρντά’ (μεταφ. σφαγμένος) Θεσσ. (Ἀργιθ.) Τῆς Παναγίας τὸ γκερδάνι (λέγεται οὕτω ἡ ἅλυσος ἡ ὁποία χρησιμοποιεῖται διὰ τοὺς παράφρονας εἰς τὸ μετόχιον τῶν Ἰβήρων) Θρᾴκ. (Μυριόφ.) || Παροιμ. Μὶ τοὺ γιˬουρδάνι κλαίει (ὁ πλοῦτος δὲν ἀποτελεῖ ἀπόδειξιν τῆς εὐτυχίας) Μακεδ. (Αὐλ. Πάγγ.) || ᾌσμ. Μπῆκαν οἱ βλάχες στὸ χορὸ | μὲ τὰ γιˬουρντάνιˬα ’ς τὸ λαιμὸ Πελοπν. (Δάρ. Ἀρκαδ.) Βάνεις τοὺν ἥλιˬου πρόσουπου κὶ τοὺ φιγγάρ’ ἀστήθι κὶ τὴν οὐχιˬὰ τὴν πλουμιστὴ γιˬουρντά’ στοὺ λιμὸ σου Στερελλ. (Φθιῶτ. Φωκ.) Τὸ ᾆσμ. εἰς παραλλαγ κ.ἀ. Τοὺ ποιˬά ’ν’ αὐτεί’ ἡ ἔμουρφη πὄρχιτι ἀπ’ τὴ βρύση μὶ τοὺ γκιˬουρντάνι στοὺ λιμό, μὶ τὴ λε͜ιανὴ τὴ μέση κὶ μὶ τοὺ ’σημουζούναρου χαμπ’λὰ χαμπ’λα ζουμένη; Μακεδ. (Ἀβδέλλ.) Ἔχω καιρὸ δὲ φίλησα κόρη ἀρραβωνιˬασμένη καὶ παντρεμένη μὲ φλωριˬὰ καὶ βλάχα μὲ γιˬουρdάνι Ἤπ. Τὸ γιˬορντάνι μὲ τ᾿ ἁλύιˬα, | τὴν κυρὰ νὰ πιˬάνῃ λύσσα (σκωπτικὸν) Πελοπν. (Καρυὰ Κορινθ.) || Ποιήμ. Σῦρε νὰ πῇς τῆς μάννας σου νὰ ράψῃ τὰ προικιά σου καὶ βάλε τὰ γιˬορντάνια σου κιˬ ἄλλαξε καὶ στολίσου Ι. Πολέμ Ἀλάβαστρ., 175 Σὰν τί τὰ θέλω τὰ φλωριˬὰ καὶ τὰ βαριˬὰ γκιˬουρντάνια, σὰν τί τὰ θέλω τὰ χρυσᾶ κι ἀσημωμένα ροῦχα Κ. Κρυστάλλ., εἰς Ἀττικ Μουσ., Γ΄, 53 Τί ὡραῖος! τὸν θυμοῦμαι, ἀστροβολοῦσε καβάλλα στὸ φαρί του, βυσσινιˬὰ φέρμελη χρυσοκέντητη ἐφοροῦσε γιˬουρντάνια ἀπὸ βενέτικα φλουριˬὰ Μ. Μαλακάσ εἰς Ἀνθολ Η. Ἀποστολίδ., 221. Συνών. γκούσα, κολαΐνα, κολλιέ β) Κόσμημα τοῦ λαιμοῦ ἀποτελούμενον ἀπὸ λεπτὴν στενὴν λωρίδα ὑφάσματος κεντημένην μὲ μικρὰς χρωματιστὰς χάνδρας Μέγαρ. 2) Στόλισμα, ἀντικείμενον καλλωπισμοῦ σύνηθ.: Εἶσαι κούκλα σήμερα μὲ τὰ γιˬορντάνια σου σύνηθ. Πουλλὰ γκιˬουρντάνιˬα κρέμασιν ἀπάνου τ᾿ς Μακεδ. (Γαλατ.) || ᾎσμ. Τὸν ἥλιˬο βάνει πρόσωπο, τὴ θάλασσα γιˬορdάμι, τὴν ἄμμο τὴν ἀμέτρητη βάνει μαργαριτάρι Κρήτ. Συνών. στολίδι, λοῦσο. β) Στολίδι ἐπιμετώπιον χρυσοῦν, στολίζον τὸ μέτωπον ἀπ᾿ ἄκρου εἰς ἄκρον Κῶς: Στολίστε της τὸ κούτελ-λον μὲ τὸ χρουσὸ γιρδάνι νὰ παραβγῇ ’ς τὴν ὀμορφιˬὰν τὸμ-bοταμὸ Γιˬορδάνη 3) Τὸ κρεμάμενον κρέας κάτωθεν τῆς σιαγόνος ἀνθρώπου ἢ ζῴου Ἤπ. Θρᾴκ. (Σηλυβρ. Τσακίλ.) Ἰθάκ. Κρήτ. Μακεδ. (Καστορ.) Πόντ. (Κοτύωρ.) Προπ. (Μηχαν.): Κρεμάσανε τὰ gερdάνιˬα τ᾿ σὰ τζ’ ἀγελάδας Τσακίλ. Κρέμαι οὑ λιμὸς του γκιˬουρντάνι Καστορ. Συνών. γιορντανάκι, προγούλι. β) Παρωτῖτις, παραμαγοῦλες Πόντ. (Κοτύωρ.) 4) Λαιμός στῆθος Θεσσ. Πόντ. (Κοτύωρ. Χαλδ.) ᾎσμ.: Νά ’παιρνε ὁ Θεὸς τὴν ψή μ’ | ’ς σ᾿ ἄσπρο τὸ κερτάν’ τ᾿ς ἀπάν’ Κοτύωρ. 5) Λαιμὸς πτηνοῦ μὲ πτίλωμα διαφορετικοῦ χρώματος ἀπὸ τὸ ὑπόλοιπον σῶμα ἐν εἴδει περιδεραίου Μακεδ. (Βρία κ.ἀ.) κ.ἀ. - Σ. Περεσιάδ., Χορ. Ζαλόγγ., 30 Σ. Ματσούκ., Γλυκοχαράμ., 16: Τὰ μαῦρα τὰ κουράκιˬα τὰ λέ’ κουρατζίνις κὶ τ’ ἄλλα μι' ᾽να γκιˬουρντά’ ’ς τοὺ λιμὸ τὰ λέ’ γκιρουντά’κα Βρία || Ποιήμ. Ἡ πέρδικα εἶν᾽ ἄλλη στοὺς κάμπους ὅταν περπατῇ κι ἄλλο καμάρι ἔχει, ὅταν ἀπὸ βουνοῦ κορφὴ στὸν κυνηγό της δείχνει τὸ ρόδινο γιˬορτάνι της ποὺ φέρνει στὸ λαιμό της Σ. Περεσιάδ., ἔνθ᾽ ἀν. Ξυπνᾶτε μὲ τὴν πέρδικα τὴν κοκκινονυχοῦσα πὄχει γκιˬορντάνι ’ς τὸ λαιμὸ καὶ χιλιˬοπλουμισμένο μὲ τὰ λουλούδιˬα τοῦ βουνοῦ, τοῦ Μάη τὰ λουλούδιˬα Σ. Ματσούκ., Γλυκοχαράμ., 16. 6) Λουρὶ͵γὐρω ἀπὸ τὸν λαιμὸν τοῦ ζῴου, τὸ περιαυχένιον σαγῆς Μακεδ. (Χαλκιδ.) Συνών κολάνι, λαιμαριˬά. 7) Ζωνάρι ἀπὸ ὕφασμα ἢ δέρμα καὶ ἀπὸ πολύτιμον ἢ μὴ μέταλλον Ἤπ.: ᾎσμ. Νά ’μουν φλωρὶ ’ς τὸ στῆθος της, γιˬορντάνι ’ς τὴν ποδιˬά της. 8) Εἶδος γυναικείου φορέματος Ἤπ.: ᾎσμ. Σὄφερα γυˬαλὶ καὶ χτένι κιˬ ἀσημοσουγιˬά, τὸ γυˬαλὶ γιˬὰ νὰ γυαλίζῃς τὰ γιˬουρντάνιˬα σου καὶ τὸ χτένι νὰ χτενίζῃς τὰ χρυσᾶ μαλλιˬὰ (γυˬαλὶ = καθρέπτης). β) Πολυτελὴς γυναικεῖος ἐπενδυτης, ἄνευ χειρίδων, μέχρι τῶν γονάτων καὶ ἀνοικτὸς ἔμπροσθεν Πελοπν. (Μεγαλόπ.)

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/